Ένας από τους πιο βασικούς κλάδους της Οικονομίας μιας χώρας είναι αυτός του τομέα της δευτερογενούς παραγωγής, που συνίσταται στον βιομηχανικό (και βιοτεχνικό) κλάδο. Αντικείμενο του παρόντος report είναι η διαχρονική εξέλιξη του κλάδου της Ελληνικής Βιομηχανίας από το 1830 έως σήμερα. Στο πρώτο μέρος θα παρουσιαστεί μια ιστορική αναδρομή της εξέλιξης του βιομηχανικού κλάδου στην Ελλάδα από το 1830 έως 1993, στο δεύτερο μέρος θα παρουσιαστεί η περίοδος από το 1992-έως το 2018 και στον τρίτο μέρος θα παρουσιαστεί ο κλάδος της Ελληνικής Βιομηχανίας  αξιολογώντας τις προκλήσεις και τις προοπτικές για το μέλλον.
Παρουσιάζοντας την εξέλιξη του κλάδου της Ελληνικής Βιομηχανίας από το 1830 έως το 1992 κρίναμε σκόπιμο η περίοδος αυτή να υποδιαιρεθεί στις εξής επιμέρους περιόδους :
1) Από το 1830 έως το 1910
2) Από το 1910 έως το 1940
3) Από το 1940 έως το 1944
4) Από το 1950 έως το 1975 και 
5) Από το 1975 έως το 1992

1) Περίοδος 1830-1910
Από την δημιουργία του Ελληνικού Κράτους είχαμε την ύπαρξη των πρώτων παραγωγικών μονάδων οι οποίες διέθεταν κάποιας μορφής χαρακτηριστικά βιομηχανικών μονάδων παραγωγής. Πρόκειται για μονάδες οικογενειακού κατά κύριο λόγο χαρακτήρα, μικρού μεγέθους και συνίστανται σε κλάδους όπως αλευρόμυλοι, βυρσοδεψία, ελαιοτριβεία και κλωστήρια. Από το 1870 μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα έχουμε την ανάπτυξη κλάδου της Ελληνικής Βιομηχανίας με πιο μαζικά χαρακτηριστικά. Η βιομηχανική ανάπτυξη της περιόδου αυτής συνίσταται τόσο στην ίδρυση νέων βιομηχανικών μονάδων όσο και στην μετεξέλιξη των ήδη υπαρχόντων βιομηχανικών μονάδων σε  μονάδες μεγαλύτερου μεγέθους. Στην εν λόγω περίοδο έχουμε την ανάδειξη του Πειραιά ως βιομηχανικό κέντρο με την ίδρυση και λειτουργία 330 μονάδων βιομηχανικής παραγωγής. Η οικονομική κρίση που ενέκυψε την δεκαετία του 1890 επηρέασε αρνητικά την περαιτέρω εξέλιξη και ανάπτυξη του κλάδου της Βιομηχανίας. Η έλλειψη πρώτων υλών, η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού αλλά και η απουσία της οποιασδήποτε κρατικής βιομηχανικής πολιτικής επηρέασαν επίσης αρνητικά την εξέλιξη και την επέκταση  της ελληνικής βιομηχανίας στην Ελλάδα και σε άλλους πριν των προαναφερόμενων κλάδους. Η ενσωμάτωση στον Εθνικό Κορμό των Επτανήσων το 1864 καθώς και της Θεσσαλίας και της  Άρτας το 1881 είχαν ως αποτέλεσμα, τόσο την αύξηση της επικράτειας του τότε Ελληνικού Κράτους όσο και του πληθυσμού αυτού. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα, την αύξηση του διατιθέμενου ανθρώπινου εργατικού δυναμικού αλλά και την αύξηση των διατιθέμενων υλικών πόρων. Οι παράγοντες αυτοί συνέβαλλαν θετικά στην ανάπτυξη του βιομηχανικού κλάδου στην Ελλάδα την εν λόγω περίοδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρουμε ότι, από τις νέες βιομηχανικές μονάδες αλευρόμυλων που ιδρύθηκαν από το 1881 και μετά οι περισσότερες εξυπηρετούσαν την σιτοπαραγωγή της Θεσσαλίας και της Άρτας.

2) Περίοδος 1910 - 1940
Από το 1910 και συγκεκριμένα από τους Βαλκανικούς πολέμους και μετά, η κατάσταση στην Ελληνική Βιομηχανία αλλάζει. Η νικηφόρα έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων έφερε μεγάλη αύξηση της έκτασης και του πληθυσμού της χώρας. Το γεγονός αυτό, δημιούργησε το αναγκαίο υπόβαθρο σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικούς πόρους για μια πιο μαζική ανάπτυξη του κλάδου της βιομηχανίας στην Ελλάδα. Από το 1910 έως το 1920 (πολιτικά κατά πλειοψηφία περίοδος διακυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου) δημιουργούνται 2.600 νέες μονάδες βιομηχανικής παράγωγής. Το Ελληνικό Κράτος για πρώτη φορά υλοποιεί κρατική πολιτική προς την εκβιομηχάνιση της χώρας. Το 1910 ο Ελευθέριος Βενιζέλος ιδρύει το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας επίσης, το 1920 νομοθετείται ο νόμος 2190/1920 "περί ιδρύσεως Ανωνύμων Εταιρειών".
Με την θέσπιση του Ν.2190/1920 δίδεται η δυνατότητα συγκέντρωσης κεφαλαίων σε μια νομική μορφή (Ανώνυμη Εταιρεία) για την δημιουργία βιομηχανικών μονάδων. Την περίοδο εκείνη θεσπίζεται ο Ν.2498/1922 "Περί προαγωγής της βιομηχανίας και βιοτεχνίας". Με τον υπόψη νόμο διευκολύνθηκε η εγκατάσταση νέων βιομηχανικών και βιοτεχνικών μονάδων καθώς και η αναβάθμιση των υφιστάμενων μονάδων. Επίσης την περίοδο εκείνη είχαμε θέσπιση της προτεραιότητας των Ελληνικών προϊόντων από τα αντίστοιχα ξένων χωρών στις προμήθειες του Δημοσίου. Το 1923 θεσμοθετείται το δασμολόγιο που είχε ως συνέπεια των διπλασιασμό των δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα προς όφελος των αντίστοιχων ελληνικών.
Η εγκατάσταση το 1923 των προσφύγων από την Μικρά Ασία αποτέλεσε έναν παράγοντα βιομηχανικής ανάπτυξης καθώς απετέλεσαν μια πηγή άφθονου φτηνού εργατικού δυναμικού. Συνεπώς, η επιβολή δασμολογίου και η εγκατάσταση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στην Ελλάδα συνέβαλαν στην δημιουργία της πρώτης χρυσής εποχής της Ελληνικής Βιομηχανίας που διήρκησε από 1920 έως το 1940 (χρονιά εισόδου της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο).
Την δεκαετία του 1930, η κρατική πολιτική ενίσχυσης του κλάδου της βιομηχανίας συνεχίστηκε με την περεταίρω θέσπιση νόμων. Η διεθνής Οικονομική Κρίση του 1929 και η χρεωκοπία του 1932 ώθησε την χώρα στην θέσπιση μια νέας εμπορικής πολιτικής το 1935 που οδήγησε τον βιομηχανικό κλάδο σε περαιτέρω ανάπτυξη.
Κατά την περίοδο 1910-1940 ο κλάδος της Ελληνικής Βιομηχανίας  αποκτά πιο πολυδιάστατο χαρακτήρα με την δημιουργία νέων κλάδων όπως η μεταλλουργία, ο ναυπηγικός κλάδος και ο τότε πρωτοεμφανιζόμενος διεθνώς κλάδος της τσιμεντοβιομηχανίας. Την υπόψη περίοδο ο βιομηχανικός κλάδος στην Ελλάδα έχει κατά κύριο λόγω εγχώριο χαρακτήρα δηλαδή έχουμε την παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων για την κάλυψη της εγχώριας ζήτησης. Κάνοντας μια σύγκριση της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής με την αντίστοιχη του εξωτερικού  διαπιστώνεται ότι, η Ελληνική Βιομηχανική Παραγωγή είναι αδύναμη.
Ένας πρόσθετος παράγοντας που συνέβαλλε στην ανάπτυξη της κλάδου της βιομηχανίας στην Ελλάδα ήταν, η άφιξη από το εξωτερικό, κατά κύριο λόγω από την Ζυρίχη της Ελβετίας, Ελληνικού Επιστημονικού Δυναμικού υψηλής κατάρτισης και ειδίκευσης. Το εν λόγω δυναμικό αποτέλεσε τον λεγόμενο "Κύκλο της Ζυρίχης" και συνέβαλε στην ίδρυση και δημιουργία μερικών από τις πλέον σημαίνουσες μονάδες στην ιστορία του κλάδου της βιομηχανίας όπως, οι τσιμεντοβιομηχανίες ΤΙΤΑΝ και ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ, τα Λιπάσματα Δραπετσώνας καθώς και η ΧΡΩΠΕΙ (Χρωματουργία  Πειραιώς).
Ένα από τα μειονεκτήματα του κλάδου της Ελληνικής Βιομηχανίας ήταν, η απουσία επενδύσεων στο τομέα των μηχανοκατασκευών και του βιομηχανικού εξοπλισμού. Ο εν λόγω κλάδος ήταν και είναι απαραίτητος για την υποστήριξη του συνόλου του κλάδου της Ελληνικής Βιομηχανίας προσδίδοντας ένα επιπρόσθετο πλεονέκτημα έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού. Δυστυχώς το εν λόγω μειονέκτημα υφίσταται μέχρι σήμερα.

3) Περίοδος 1940-1944 
Κατά την περίοδο της κατοχής, ο βιομηχανικός κλάδος δέχθηκε πολλές καταστροφές ιδιαίτερα στον τομέα των βιομηχανικών υποδομών. Η μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη της περιόδου 1920-1940 λειτούργησε υποβοηθητικά και πολλαπλασιαστικά στην επιτυχή προπολεμική προπαρασκευή της χώρας για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο την Περίοδο 1936-1940.

3) Περίοδος 1950-1975
Αναλύοντας την οικονομική ιστορία της Ελλάδος, η περίοδος των δεκαετιών 1950, 1960 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1970 αποτέλεσαν την 2η χρυσή περίοδο του κλάδου της Ελληνικής Βιομηχανίας. Την δεκαετία του 1950, η μέση ετήσια αύξηση του εισοδήματος στην Ελλάδα από τον κλάδο της βιομηχανίας ανήλθε στο 7,20%, την δεκαετία του 1960, ο αντίστοιχος  δείκτης ανήλθε στο 9,20%. Χαρακτηριστικό της βιομηχανικής αναπτύξεως που συντελέστηκε την δεκαετία του 1960 είναι το γεγονός ότι, το 1962 η συνεισφορά του κλάδου της βιομηχανίας στο Α.Ε.Π, της χώρας ξεπέρασε αυτής του αγροτικού κλάδου. Το 1971 η συμμετοχή του Βιομηχανικού Κλάδου στο Α.Ε.Π. της χώρα ανήλθε στο 31%. Την περίοδο 1960-1975 οι επενδύσεις που υλοποιήθηκαν στον κλάδο του βιομηχανικού κλάδους ανήλθε στο 30% του Α.Ε.Π. της χώρας.
Η υποχώρηση του κλίματος πόλωσης και η αντιμετώπιση της νομισματικής αστάθειας δημιούργησαν το αναγκαίο υπόβαθρο για βιομηχανική ανάπτυξη που συντελέστηκε στην εν λόγω περίοδο. Το 1951 ιδρύεται το Υπουργείο Βιομηχανίας (Ν.1671/1951). Μια σειρά νόμων υποβοήθησαν στην βιομηχανική ανάπτυξη που συντελέστηκε, συγκεκριμένα με τον Ν.2176/1952 διευκολύνθηκε η ίδρυση νέων μεταποιητικών μονάδων, με τον Ν.2687/1953 θεσπίστηκε η ελεύθερη μεταφορά από την Ελλάδα στο εξωτερικό κερδών, που προέρχονται από βιομηχανικές επενδύσεις, με τον Ν.4171/1961 δόθηκαν κίνητρα για την υλοποίηση μεγάλων βιομηχανικών επενδύσεων ενώ με τους Ν.147/1967, Ν.1078/1971 και Ν.1312/1972 δόθηκαν κίνητρα για την πραγματοποίηση εξαγωγών από μεταποιητικές βιομηχανικές μονάδες.
Αξιολογώντας τα δεδομένα της εν λόγω περιόδου, οι βασικοί παράγοντες που συνέβαλλαν στην βιομηχανική ανάπτυξη της περιόδου 1950-1975 είναι :
1) Οι μεγάλες επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας για την κάλυψη των ολοένα τότε αυξανόμενων αναγκών. Η ενέργεια διαχρονικά αποτελεί την κινητήριο δύναμη όλων των κλάδων δραστηριότητας της οικονομίας μιας χώρας.
2) Η δυνατότητα παροχής φθηνών χρηματοδοτήσεων. Την υπόψη περίοδο πολλές επιχειρήσεις του βιομηχανικού κλάδου εκμεταλλεύτηκαν την δυνατότητα αυτή και προχώρησαν στον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων και του μηχανολογικού εξοπλισμού τους. Η ύπαρξη φθηνών χρηματοδοτήσεων επέτρεψε την ίδρυση νέων βιομηχανικών μονάδων μεγάλου μεγέθους.
3) Το φθηνό μισθολογικό κόστος του απασχολούμενου ανθρώπινου δυναμικού και το χαμηλό κόστος κτήσης πρώτων υλών.
Οι βασικοί τομείς του κλάδου της Ελληνικής Βιομηχανίας που αναπτύχθηκαν κατά την περίοδο 1950-1975 ήταν της ελαφράς βιομηχανίας, μεταλλουργίας, παραγωγής τσιμέντου, δομικών υλικών, χαλυβουργίας, χημικών προϊόντων και φαρμάκων , ναυπηγικής βιομηχανίας  και τροφίμων. Εκτός των προαναφερόμενων τομέων κατά την περίοδο 1950-1975 ιδρύθηκαν και βιομηχανικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικών συσκευών και οχημάτων.
Κομβικό ρόλο στην ανάπτυξη του βιομηχανικού κλάδου ήταν, η υπογραφή της συμφωνίας συνδέσεως της Ελλάδας με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.) το 1961. Η συμφωνία αυτή σηματοδοτούσε την έναρξη της διαδικασίας ένταξης της χώρας στην Ε.Ο.Κ., η οποία διακόπηκε με την επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος στις 21 Απριλίου 1967. Η χώρα έγινε μέλος της τότε Ε.Ο.Κ. το 1981. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουμε πώς, η συμφωνία σύνδεσης της Ελλάδας με την τότε Ε.Ο.Κ. το 1961 και οι συνθήκες που επικρατούσαν ήταν εντελώς διαφορετικές από την συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. το 1979 και οι συνθήκες που επικρατούσαν τότε. Η συμφωνία σύνδεσης της Ελλάδας με την Ε.Ο.Κ. το 1961 ήρθε πολλούς περιορισμούς στην προώθηση των ελληνικών βιομηχανικών προϊόντων στο εξωτερικό γεγονός που βοήθησε σημαντικά στην αύξηση των εξαγωγών ελληνικών βιομηχανικών προϊόντων.
Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι το γεγονός ότι κατά την 2η χρυσή περίοδο ανάπτυξης της Ελληνικής Βιομηχανίας δεν πραγματοποιήθηκαν επενδύσεις στον τομέα παραγωγής βιομηχανικών μηχανών , μηχανοκατασκευών και εξοπλισμού. Ο τομέας αυτός είναι κρίσιμος για την υποστήριξη του συνόλου των κλάδων της βιομηχανίας μιας χώρας. Δυστυχώς, η Ελληνική Βιομηχανία στο τομέα των βιομηχανικών μηχανών, μηχανοκατασκευών και εξοπλισμού παραμένει εξαρτημένος σε πολύ μεγάλο βαθμό από πηγές του εξωτερικού μέχρι σήμερα.

4) Περίοδος 1975-1992.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Ελληνικός Βιομηχανικός Κλάδος αρχίζει να εμφανίζει διαρθρωτικά προβλήματα που σχετίζονται, είτε με την δομή των βιομηχανικών επιχειρήσεων είτε με ζητήματα παραγωγής. Την περίοδο από το 1975 έως το 1992, η Ελληνική Οικονομία πέρασε σταδιακά από ένα περιβάλλον προστατευτισμού σε ένα περιβάλλον διεθνούς ανταγωνισμού. Έχουμε την εμφάνιση των βιομηχανικών προϊόντων των πολυεθνικών εταιρειών καθώς και των βιομηχανικών προϊόντων των τότε αναδυόμενων χωρών όπως π.χ. η Ινδία, η Κίνα κ.λπ. Στην περίπτωση των βιομηχανικών προϊόντων των τότε αναδυόμενων χωρών, η παρουσία τους αρχικά ήταν ασθενική αλλά ισχυροποιούνταν με την πάροδο του χρόνου με συνέπεια σήμερα να υπάρχουν χώρες από την τότε κατηγορία των αναδυόμενων χωρών που έχουν εξελιχθεί σε παγκόσμιο επίπεδο στις σημαντικότερες βιομηχανικές δυνάμεις του πλανήτη. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, το μέγεθος της ελληνικής αγοράς ήταν πολύ μικρό για να υποστηρίξει σε ένα περιβάλλον διεθνούς ανταγωνισμού την εγχώρια βιομηχανική παραγωγή. Η πολιτική των κινήτρων και των επιδοτήσεων δεν επαρκούσε να εξασφαλίσει την εξαγωγιμότητα των ελληνικών βιομηχανικών προϊόντων καθώς είχαν υπεισέλθει και άλλοι παράγοντες.    
Οι ενεργειακές κρίσεις του 1973 και 1979 επηρέασαν την πορεία του κλάδου της Ελληνικής Βιομηχανίας. Ωστόσο κομβικό ρόλο έπαιξε η ένταξη της χώρα στην τότε Ε.Ο.Κ. Με την ένταξη στην Ε.Ο.Κ., η χώρα περνούσε σε ένα νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον όπου, για να ανταποκριθεί τόσο ο κλάδος της Βιομηχανίας όσο και η Ελληνική Οικονομία εν συνόλω στις νέες συνθήκες  απαιτούνταν προετοιμασία και διαρθρωτικές αλλαγές.
Ο κλάδος της Ελληνικής Βιομηχανίας είχε την ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών που σχετίζονταν μεταξύ άλλων με την μεγαλύτερη εξειδίκευση των παραγόμενων προϊόντων, την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, την υιοθέτηση νέων προτύπων ποιότητας, τον προσανατολισμό προς τομείς και προϊόντα που θα μπορούσε η Ελληνική Βιομηχανία να έχει το πλεονέκτημα. Η Ελληνική Βιομηχανία καλούνταν πλέον να προσαρμοστεί σε ένα νέο περιβάλλον με λιγότερο προστατευτισμό. Ένα πρόβλημα που θα πρέπει να επισημανθεί για την περίοδο εκείνη ήταν, η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού που θα μπορούσε να συμβάλει στις διαρθρωτικές αλλαγές που είχε ανάγκη ο κλάδος της Ελληνικής Βιομηχανίας την περίοδο εκείνη.
Οι βασικές αιτίες συρρίκνωσης του κλάδου της βιομηχανίας στην Ελλάδα την περίοδο εκείνη συνίσταται :
- Στην έλλειψη ευελιξίας και προσαρμογής στα νέα δεδομένα των ιθυνόντων των βιομηχανικών επιχειρήσεων οι οποίοι από ότι φαίνεται επαναπαύτηκαν στα κέρδη των προηγούμενων ετών και στην κρατική στήριξη.
-  Στην έλλειψη ουσιαστικής κυβερνητικής στρατηγικής για την οικονομία και για τον κλάδο της Ελληνικής Βιομηχανίας ειδικότερα. 
- Στην έλλειψη κατανόησης τόσο από τους ιθύνοντες των επιχειρήσεων όσο και από την τότε πολιτική ελίτ του γεγονότος ότι, η ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. δεν είχε μόνο γεωπολιτική διάσταση αλλά είχε και οικονομική διάσταση με κοσμογονικές αλλαγές για την Ελληνική Οικονομία. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι η χώρα δεν προετοιμάστηκε επαρκώς για την είσοδο και λειτουργία στην Ε.Ο.Κ. τόσο κατά το χρονικό διάστημα πριν την ένταξη όσο και κατά το μεταβατικό χρονικό διάστημα μετά την ένταξη σε αυτή.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα της έλλειψης ουσιαστικής κυβερνητικής πολιτικής για τον κλάδο της βιομηχανίας στην Ελλάδα αποτελούν οι περιπτώσεις των προβληματικών επιχειρήσεων και μεγάλης αυξήσεως του κατώτατου μισθού το 1982.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 εμφανίζονται οι προβληματικές επιχειρήσεις δηλαδή, οι επιχειρήσεις με σοβαρά προβλήματα επιβιωσιμότητας λόγω της κακής οικονομικής κατάστασής τους. Το κράτος έχοντας από το 1975 υπό τον έλεγχο του, το σύνολο σχεδόν του τραπεζικού συστήματος προχώρησε στην χωρίς φειδώ δανειοδότηση των εν λόγω επιχειρήσεων για να στηρίξει την λειτουργία τους. Η δανειοδότηση των εν λόγω επιχειρήσεων θα ήταν χρήσιμη υπό την προϋπόθεση ότι θα γινόταν βάσει συγκεκριμένου σχεδίου διασώσεως και θα υπήρχε έλεγχος στο κατά πόσον οι δανειολήπτες θα επένδυαν τα εν λόγω κεφάλαια στις επιχειρήσεις τους. Στην περίπτωση των προβληματικών επιχειρήσεων οι προϋποθέσεις αυτές δεν υπήρξαν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το κράτος συγκροτεί τον Οργανισμό Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.) προκειμένου να αναλάβει τον έλεγχο προβληματικών επιχειρήσεων και ως εκ τούτου τα ληφθέντα δάνεια μετατρέπονται από ιδιωτικά χρέη σε δημοσιονομικές απαιτήσεις. Το κράτος ανέλαβε επί της ουσίας τις επιχειρήσεις αυτές χωρίς να ελέγξει την βιωσιμότητά τους και χωρίς να υπάρξει ουσιαστικός σχεδιασμός εξυγίανσης σε όσες από αυτές πληρούσαν τις προϋποθέσεις βιωσιμότητας. Στην περίπτωση των προβληματικών επιχειρήσεων, οι τότε κυβερνήσεις δεν τις αντιμετώπισαν με όρους πραγματικής οικονομίας παίρνοντας δύσκολες και με σημαντικό πολιτικό κόστος αποφάσεις, οι οποίες θα διασφάλιζαν την επιβιωσιμότητα σημαντικού μέρους αυτών. Οι προβληματικές επιχειρήσεις συνέχισαν να λειτουργούν υπό τον έλεγχο του κράτους χωρίς να υπάρχει ουσιαστική προοπτική εξυγίανσης και εκσυγχρονισμού τους ώστε αυτές να ανταποκριθούν στις τότε απαιτήσεις. Συνέπεια των προαναφερόμενων πολιτικών ήταν το γεγονός ότι, σημαντικό μέρος των προβληματικών επιχειρήσεων έκλεισαν ως μη βιώσιμες την περίοδο 1991-1992.
Το 1982, η τότε κυβέρνηση εξήγγειλε και υλοποίησε αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 13,40%. Με τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στην οικονομία το 1982, η αύξηση αυτή υπερέβαινε τα όρια και τις αντοχές της τότε οικονομίας γεγονός που κλόνισε την ανταγωνιστικότητά της. Η αύξηση του κατώτατου μισθού ως ενέργεια δεν είναι αρνητική υπό την προϋπόθεση ότι θα λαμβάνονται υπόψη οι αντοχές και τα όρια της οικονομίας. Ακόμα και αν εν έτη 1982 αποφασιζόταν μια τόσο μεγάλη αύξηση όπως αυτή του 13,40% τότε θα έπρεπε να είχαν ληφθεί και ανταποδοτικά μέτρα ώστε να ισοσκελιζόταν οι αρνητικές συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα της τότε οικονομίας. Από το 1975 και μετά το συνδικαλιστικό κίνημα ριζοσπαστικοποιήθηκε και απέκτησε δογματική μορφή για να διολισθήσει στην δεκαετία του 1980 με την επέλαση του κομματισμού (εποχή των πράσινων και μπλε καφενείων) σε πιο κομματικά και συντεχνιακά χαρακτηριστικά. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 είχαμε στον κλάδο της βιομηχανίας απεργιακές κινητοποιήσεις υψηλής σφοδρότητας και μεγάλης διάρκειας γεγονός που επιβάρυνε την λειτουργία των εν λόγω επιχειρήσεων και συνέβαλε κατά ένα ποσοστό και στο κλείσιμο αριθμού αυτών. 
Το Σεπτέμβριο του 1985, η τότε κυβέρνηση αντιλαμβανόμενη τον δημοσιονομικό πρόβλημα που προέκυψε από την ακολουθούμενη οικονομική και δημοσιονομική πολιτική συνολικά προσπάθησε να εφαρμόσει μια πολιτική δημοσιονομικού συμμαζέματος. Δυστυχώς, η πολιτική αυτή  δεν είχε διάρκεια καθώς έπεσε θύμα της προεκλογικής περιόδου 1988-1989 και  δεν συνοδεύτηκε με διαρθρωτικές αλλαγές που θα  έδιναν αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία της χώρας. Συνέπεια της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής στην δεκαετία του 1980  είναι το γεγονός ότι, η χώρα αντιμετώπισε  σοβαρότατο δημοσιονομικό πρόβλημα το 1990. 
Την περίοδο 1990-1993 με νομοθετική ρύθμιση καταργήθηκε ο Ο.Α.Ε., διακόπηκε η οποιαδήποτε διαδικασία υπαγωγής νέων επιχειρήσεων και δη βιομηχανικών επιχειρήσεων στον Ο.Α.Ε., ενώ είχαμε την εκκαθάριση ή ιδιωτικοποίηση 66 επιχειρήσεων που είχαν υπαχθεί στον εν λόγω οργανισμό (π.χ. Κλωστουφαντουργίες Αιγαίον, Πειραϊκή - Πατραϊκή, Τσιμεντοβιομηχανία ΑΓΕΤ - ΗΡΑΚΛΗΣ ). Επίσης την περίοδο 1990-1993 ιδιωτικοποιήθηκαν 15 βιομηχανικές επιχειρήσεις που ανήκαν σε τράπεζες. Σε επίπεδο διαθρωτικών αλλαγών επιχειρήθηκαν παρεμβάσεις στον τομέα των εργασιακών και του ασφαλιστικού χωρίς να επέλθουν ουσιαστικότερες διαρθρωτικές αλλαγές που τόσο ανάγκη είχε η Οικονμία της Ελλάδος.
Στην περίοδο 1990-1993 έχουμε την έναρξη της υλοποίησης μια σειράς μεγάλων έργων υποδομών (π.χ. ΜΕΤΡΟ ΑΘΗΝΩΝ, Νέος Αερολιμένας Αθηνών, Αυτοκινητόδρομοι) καθώς και την έναρξη εγκατάστασης των πρώτων δικτύων κινητής τηλεφωνίας. Τα γεγονότα αυτά φέρουν στο προσκήνιο του οικονομικού γίγνεσθαι τους κλάδους των κατασκευών και των τηλεπικοινωνιών. Οι εν λόγω κλάδοι μαζί με τον τουριστικό κλάδο θα αποτελέσουν τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας που θα παρουσιάσουν μεγάλη άνοδο στις επόμενες δεκαετίες. 
Από την δεκαετία του 1980 παρατηρείται το φαινόμενο της συρρίκνωσης του βιομηχανικού κλάδου, την περίοδο 1981-1993 εκτιμάται ότι αποχώρησαν από την χώρα ή έκλεισαν 3.500 βιοτεχνίες ενώ, σημαντικός αριθμός βιομηχανικών μονάδων έκλεισαν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχαμε την αποχώρηση από την χώρα μεγάλων βιομηχανικών μονάδων πολυεθνικών εταιρειών όπως οι περιπτώσεις της Pirelli και της Goodyear οι οποίες μετέφεραν τις παραγωγικές τους μονάδες στην Τουρκία. Στις περιπτώσεις της Pirelli και της Goodyear το γεγονός της αποχώρησης τους από την Ελλάδα αρχικά χρεώθηκε στις εκτεταμένες απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων στις επιχειρήσεις αυτές ωστόσο όμως, πέραν των εν λόγω κινητοποιήσεων υπήρξαν και άλλοι λόγοι που ώθησαν της διοικήσεις των υπόψη εταιριών στην απόφαση της αποχώρησης τους από την Ελλάδα όπως, το μικρό μέγεθος της Ελληνικής Αγοράς και το διαρκώς αυξανόμενο κόστος παραγωγής.   
Μια άλλη παράμετρος που επηρέασε την εξέλιξη του κλάδου της βιομηχανίας στην Ελλάδα ήταν το φαινόμενο της "Ξενομανίας" δηλαδή του άκρατου μιμητισμού και υιοθέτησης ως ανώτερων ξένων - κατά κύριο λόγο δυτικών - προτύπων κα συνηθειών ζωής. Η τάση της ξενομανίας πέρασε και στις καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων καθώς η κατανάλωση ξένων (κατά κύριο λόγω δυτικών) προϊόντων ταυτίστηκε με την υιοθέτηση του δυτικού τρόπου ζωής. Το φαινόμενο ξενομανίας  πήρε πολύ σοβαρές διαστάσεις - επιβλαβής - για την Ελληνική Οικονομία γεγονός, που στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ώθησε την τότε Ελληνική Κυβέρνηση να ξεκινήσει διαφημιστική εκστρατεία υπερ της κατανάλωσης ελληνικών προϊόντων. Ασφαλώς, η στροφή των Ελλήνων στα ξένα προϊόντα δεν δύναται να χρεωθεί αποκλειστικά στην τότε επικρατούσα "Ξενομανία", σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι, πολλές βιομηχανικές επιχειρήσεις δεν ακολούθησαν τις διεθνείς εξελίξεις ως προς τα παραγόμενα προϊόντα στο εξωτερικό, τις διεθνείς εξελίξεις  στην  παραγωγή (π.χ. συσκευασία, εκσυγχρονισμός του εξοπλισμού παραγωγής) και στην ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων τους και δεν προχώρησαν στην αναγκαία εξειδίκευση ώστε να μπορούν σταθούν σε περιβάλλον διεθνούς ανταγωνισμού. 
Την περίοδο από το 1981 και μετά, η συμμετοχή της χώρα μας στην Ε.Ο.Κ. προσέφερε την δυνατότητα πρόσβασης σε οικονομικούς πόρους που προγενέστερα δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει. Παρουσιάστηκε για την Ελλάδα η μεγάλη ευκαιρία, να βρει πόρους χρηματοδότησης της λεγόμενης πραγματικής οικονομίας αλλά και ανάπτυξης των υποδομών της. Την περίοδο 1981-1989 η Ελλάδα εντάχθηκε ως μέλος της Ε.Ο.Κ. στην Α' Προγραμματική Περίοδος Κοινοτικής Χρηματοδότησης Δράσεων. Η Ελλάδα εντάχθηκε στο εν λόγω πρόγραμμα στα πλαίσια σύγκλισης της χώρας μας με τις υπόλοιπες χώρες μέλη της τότε Ε.Ο.Κ. Δυστυχώς, η χώρα μας δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που παρουσιάστηκε για την Οικονομία με αποτέλεσμα να μην χρηματοδοτηθεί η πραγματική οικονομία και η ανάπτυξη των απαιτούμενων υποδομών  εθνικού επιπέδου να παρουσιάσει υστέρηση δεκαπέντε και πλέον ετών.