Σε αντίθεση με το 2021, -έτος εθνικής ανάτασης και υπερηφάνειας- το 2022 αποτελεί μαύρη επέτειο για το ελληνικό έθνος. Το 1922 γράφτηκε μια από τις πιο μαύρες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας· όταν τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους η «καρδιά» του μικρασιατικού ελληνισμού, η «άπιστη» Σμύρνη, σταμάτησε να χτυπά για πάντα. Ήταν 9 Σεπτεμβρίου του ‘22, όταν ο νικηφόρος τουρκικός στρατός μπήκε στην πλουσιότερη και πιο κοσμοπολίτικη πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σπέρνοντας τον τρόμο και ξεσπώντας το σφοδρό μένος του στους κατοίκους της. 

     Φυσικά, οι απηνείς διωγμοί τους οποίους υπέστησαν όλοι οι χριστιανικοί πληθυσμοί της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα, είχαν ποικίλες μορφές και εκτείνονταν σε όλη την εδαφική επικράτειά της, αφού ο στόχος της τουρκικής ηγεσίας ήταν η πλήρης εξάλειψη κάθε μη μουσουλμανικού στοιχείου. Κάνοντας, όμως, ειδική αναφορά στην καταστροφή της Σμύρνης, η πραγματικότητα απεδείχθη πολύ σκληρότερη από κάθε δυσοίωνη πρόβλεψη. Η καταστροφή της πόλης της Σμύρνης διήρκησε δύο βδομάδες και υπήρξε μια άνευ προηγουμένου σε βιαιότητα καταστροφή, μια ανθρωπιστική τραγωδία με χιλιάδες θύματα που σφράγισε το τέλος του επί αιώνες ακμάζοντος εκεί ελληνικού πληθυσμού. Η απάντηση του τουρκικού στρατού στους άλλοτε πανίσχυρους Έλληνες Σμυρνιούς -με εντολές βέβαια άνωθεν- ήταν λεηλασίες, βανδαλισμοί, βιασμοί και σφαγές, τη φρίκη των οποίων ακόμη και ο τεράστιος πλούτος της ελληνικής γλώσσας δεν είναι αρκετός για να περιγράψει. 

     Ας τονιστεί, όμως, το Έλληνες. Γιατί ήταν Έλληνες με κάθε έννοια του να είσαι Έλληνας - με βαθιά χριστιανική πίστη, με αληθινή αγάπη για την ελληνική παιδεία, την ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό και με έμπρακτη αφοσίωση στη μητέρα πατρίδα. Εντούτοις, μετά τον ξεριζωμό τους από τις πατρογονικές τους εστίες και καταφθάνοντας στα ελληνικά εδάφη αντιμετωπίστηκαν ως ξένοι και ανεπιθύμητοι και δέχθηκαν την απαξίωση και την περιφρόνηση των Ελλαδιτών. Χρειάστηκαν δεκαετίες για να γίνουν (;) αποδεκτοί από τους γηγενείς και να ενσωματωθούν πλήρως στον εγχώριο πληθυσμό, γεγονός που επετεύχθη ιδίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

     «Θα μπορούσε να αποφευχθεί ο όλεθρος στη Μικρά Ασία;»: Είναι μια ερώτηση που τίθεται συνεχώς -και θα τίθεται για πολλά ακόμη χρόνια-, καθώς το τραύμα που άφησε για το ελληνικό έθνος η φρικαλέα αυτή εξολόθρευση του ελληνικού στοιχείου από τη Μικρά Ασία είναι ακόμη νωπό. Όμως, καλό θα ήταν να αποφεύγεται η όποια αναμόχλευση του παρελθόντος με το ερώτημα «τι θα γινόταν αν;» Στην ιστορία ο γέγονε, γέγονε και τα υποθετικά σενάρια δεν εξυπηρετούν σε τίποτα. Παρ’ όλα αυτά, οφείλουμε να σταθούμε σε αυτό το κομβικό σημείο της ελληνικής ιστορίας -που άλλαξε άρδην την εξωτερική πολιτική της Ελλάδος με τη διά παντός εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας-, να το μελετήσουμε και να ερευνήσουμε σε βάθος τα αίτια. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχάσουμε. Πρέπει να κρατήσουμε τη μνήμη ζωντανή, να τιμάμε τα θύματα αυτής της ανείπωτης συμφοράς και να διεκδικούμε τη δικαίωσή τους όσα χρόνια και να περάσουν.

     Έχουμε, όμως, διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος; Είναι έτοιμος ο πολιτικός κόσμος να ξορκίσει το παρελθόν αποφεύγοντας έναν νέο Εθνικό Διχασμό που θα μπορούσε να αποβεί και πάλι μοιραίος; Δεδομένων των σημερινών τουρκικών προκλήσεων είναι πρόδηλο ότι απαιτείται σύμπνοια απόψεων ανάμεσα στην κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης αναφορικά με τα εθνικά θέματα, και συγκεκριμένα η από κοινού διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής που θα ακολουθείται πιστά από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Για αυτό, λοιπόν, η Ελλάδα οφείλει να υπερασπιστεί ενωμένη, με αυτοπεποίθηση, αποφασιστικότητα και δυναμισμό τα νόμιμα δικαιώματα και τις διεκδικήσεις της υψώνοντας για ακόμη μία φορά υπερήφανα το ανάστημά της απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό. 



Φωτογραφία: mixanitouxronou.gr