Μπαίνουμε στην εβδομάδα που ιστορικά για τον Ελληνισμό αποτελεί μια από τις μαύρες σελίδες της ιστορίας του καθώς πριν από 48 χρόνια βιώσαμε την τραγωδία του Ελληνισμού της Κύπρου. Πρόκειται για τις πλέον τραγικές στιγμές της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας που ξεκίνησε με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 για συνεχιστεί με τον Αττίλα 1, την  εισβολή τουρκικών στρατευμάτων στην μεγαλόνησο στις 20 Ιουλίου 1974. Η τουρκική εισβολή ολοκληρώθηκε με τον Αττίλα 2 και την παράνομη κατοχή από τα τουρκικά στρατεύματα του 38% του εδάφους της Κύπρου. 
Στόχος του άρθρου δεν είναι η ιστορική αναδρομή. Είναι πολύ δύσκολο μέσα στις λίγες γραμμές ενός άρθρου να καταγραφεί και να αποτυπωθεί η ιστορία της περιόδου αυτής, Θα προτιμήσουμε να ασχοληθούμε με το παρόν και το μέλλον του Ελληνισμού τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα.
Από το 1974  μέχρι σήμερα ο Ελληνισμός της Κύπρου βαριά πληγωμένος από την τραγωδία της τουρκικής εισβολής δεν το έβαλε κάτω. Η Κυπριακή Δημοκρατία υπό την βαριά σκιά της παράνομης τουρκικής κατοχής του 38% του εδάφους της ανασυγκροτήθηκε διοικητικά ως κράτος, περιέθαλψε και στέγασε (ελπίζουμε προσωρινά) τους πρόσφυγες από τα κατεχόμενα, ανασυγκροτήθηκε οικονομικά δημιουργώντας μια οικονομία εδραζόμενη σε στέρεες και υγιής βάσεις καθώς επίσης ανασυγκροτήθηκε στρατιωτικά καταστώντας την Εθνική Φρουρά μια υπολογίσιμη. σύγχρονη και αξιόμαχη στρατιωτική δύναμη. Η Κυπριακή Δημοκρατία πέτυχε να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ενταχθεί όπως και η Ελλάδα στον συμπαγή πυρήνα της (ζώνη του ευρώ). Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερόμενα ο Ελληνισμός και δη ο Ελληνισμός της Κύπρου κατήγαγε από το 1974 μέχρι σήμερα ένα πραγματικό θαύμα.
Από το 1974 μέχρι σήμερα συνέπεια των γεγονότων της εισβολής του 1974 δημιουργήθηκε  στην πολιτική ελίτ της Ελλάδος  ένα φοβικό σύνδρομο, που οδήγησε  στην υιοθέτηση μιας πολιτικής κατευνασμού υπό οποιαδήποτε περίσταση. Η πολιτική αυτή, εκλαμβάνεται από την Τουρκία ως ένδειξη αδυναμίας με συνέπεια την πρόκληση μια σειράς κρίσεων (1978, 1987, 1996) όπου  προσπάθησε να προωθήσει τις επιδιώξεις στο Αιγαίο. Στην Ελλάδα δημιουργήθηκε η σχολή σκέψης που θέλει τον διάλογο με στόχο επίτευξη ενός θεωρούμενου "έντιμου συμβιβασμού" με την Τουρκία μέσω της προσφυγής στην Χάγη πράγμα που στην πράξη αποδεικνύεται ουτοπικό. Όταν η Ελλάδα ως χώρα δηλώνει από το 1974 ότι δεν διεκδικεί τίποτα και η Τουρκία πλέον θέτει ζητήματα θαλάσσιας και εδαφικής κυριαρχίας στο Αιγαίο τότε τι ακριβώς διάλογος μπορεί να γίνει; Όταν η Ελλάδα αναγνωρίζει ως διαφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και η Τουρκία θέτει τα προαναφερόμενα ζητήματα τότε σε τι ακριβώς θα συμφωνήσουμε για προσφύγουμε στην Χάγη; Εκείνο που πρέπει να γίνει κατανοητό στην Ελλάδα είναι το δεδομένο πως όταν μια χώρα θέλει να θεωρείται πυλώνας ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή τότε  η χώρα αυτή σε καμία των περιπτώσεων δεν διαπραγματεύεται ζητήματα της κυριαρχίας της σε διαιτητικά όργανα έστω και διεθνούς επιπέδου.
Στην περίπτωση της Κύπρου, η Τουρκία δυστυχώς συνεχίζει τις ενέργειες δημιουργίας τετελεσμένων στοχεύοντας στην μη επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος ή στην επίλυση κατά τρόπο που θα της διασφαλίζει έλεγχο (έστω και εν μέρη) του συνόλου της Κύπρου. Από το 1974 και μετά προχώρησε στον εποικισμό των κατεχομένων με Τούρκους σε μια προσπάθεια πληθυσμιακής αλλοίωσης του πληθυσμού των κατεχομένων σε βάρος των γηγενών Τουρκοκυπρίων, το 1983 προχώρησε στην ανακήρυξη του ψευτοκράτους στα κατεχόμενα θέτοντας την βάση για την επιδίωξη μια λύσης δυο κρατών στην Κύπρο , εσχάτως γίναμε μάρτυρες των προκλήσεων στα Βαρόσσια ως προάγγελο προσπάθειας εποικισμού της Αμμοχώστου. Επιπροσθέτως τις τελευταίες ημέρες ακούγονται πληροφορίες περί εξαγγελίας από τον Ερντογκάν της προσάρτησης των κατεχομένων στην Τουρκία. 
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι, η Τουρκία από το 1955 μέχρι σήμερα έχει ξεδιπλώσει τις επιδιώξεις της, οι οποίες προωθούνται ανεξαρτήτου με το ποιος βρίσκεται στην εξουσία της χώρας. 
Μέχρι το 2002, η Τουρκία, για να προωθήσει τις επιδιώξεις της έπαιξε το ισχυρό χαρτί του προμαχώνα της Δύσης . Στην διάρκεια του ψυχρού πολέμου εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο την γεωγραφική της θέση ως ανάχωμα στην Σοβιετική απειλή. Από το 1990 μέχρι το 2002, η Τουρκία προσπάθησε να προωθήσει τις επιδιώξεις της εκμεταλλευόμενη τον τότε κοσμικό χαρακτήρα της χώρας, προβάλλοντας τον εαυτό της ως χώρα πρότυπο για τον μουσουλμανικό κόσμο,  αποδεκτή και ενταγμένη πλήρως τις δομές της Δύσης. Από το 2002 και μετά, με την άνοδο του Ερντογκάν στην εξουσία, η εικόνα της χώρας στην Δύση άρχισε να θολώνει για να διολισθήσει στην σημερινή κατάσταση όπου υπάρχουν σκέψεις από θεωρητικούς και μη στην Δύση για αποβολή της Τουρκίας  από δομές της . Η μεταβολή του χαρακτήρα της Τουρκίας από τον κοσμικό στον ισλαμικό χαρακτήρα  έγινε σταδιακά και ταυτίζεται με την ισχυροποίηση του Ερντογκάν στην εξουσία. Από το πραξικόπημα του 2016 , ο Ερντογκάν άρχισε γεωπολιτικά να θέτει το σχέδιο γεωπολιτικής αυτονόμησης  θέτοντας ως "όραμά του" την ανάδειξη της Τουρκίας ως περιφερειακής υπερδύναμης, ισότιμου συνομιλητή των Η.Π.Α. και των μεγάλο δυνάμεων σε ανατολή και δύση. Στο όραμα αυτά προστέθηκε και η εκπλήρωση των αποκαλούμενων "εθνικών οραμάτων" που δεν είναι τίποτε άλλο από τις επιδιώξεις της σε Αιγαίο και Κύπρο. Το μύθευμα της "Γαλάζιας Πατρίδας" αποτελεί επί τη ουσίας την πλέον έμπρακτη αμφισβήτηση της εδαφικής και θαλάσσιας  Ελληνικής  Κυριαρχίας  στο Αιγαίο. Η υπογραφή του τουρκολυβικού μνημονίου αλλά και τα γεγονότα του καλοκαιριού του 2020 αποτελούν τις επί του πρακτέου εκδηλώσεις των τουρκικών επιδιώξεων στο Αιγαίο και Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Στην Κύπρο, η Τουρκία , αμφισβητεί  το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας να διαθέτει ΑΟΖ, να διεξάγει έρευνες καθώς και να εκμεταλλευτεί τα όποια ενεργειακά αποθέματα υπάρχουν επί αυτής .
Εκείνο που πρέπει να γίνει αντιληπτό σε Ελλάδα και Κύπρο είναι το γεγονός ότι, η Τουρκία αντιμετωπίζει την Ελλάδα και την Κύπρο ως ενιαίο γεωπολιτικό σύνολο στοχεύοντας την απομόνωση των μερών του Ελληνισμού και την αντιμετώπιση κατά μόνας. Η ανάσχεση της τουρκικής προκλητικότητας και επιθετικότητας πρέπει να γίνει κατά τρόπο ενιαίο από Ελλάδα και Κύπρο. Η Ελλάδα θα κληθεί αύριο να επιχειρήσει σε πεδίο επιχειρήσεων που ξεκινά από την Θράκη έως την Κύπρο και θα πρέπει να διασφαλίσει επαρκή παρουσία των ενόπλων δυνάμεων για αποτροπή και ανάσχεση σε όλο το μήκος του πεδίου επιχειρήσεων.
Τα γεγονότα του καλοκαιριού του 2020 αφύπνισαν την Ελλάδα και προχώρησε σε ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα που την περίοδο που διανύουμε και την περίοδο που θα ακολουθήσει  θα αποδίδει καρπούς στην ισορροπία στρατιωτικής ισχύος με την Τουρκία. Το ίδιο θα πρέπει να πράξει και η Κύπρος η οποία θα πρέπει εγκαταλείψει το φοβικό σύνδρομο και να προχωρήσει στην υλοποίηση ενός εξοπλιστικού προγράμματος ενίσχυσης των στρατιωτικών δυνατοτήτων της. Η απόκτηση των 6 με προοπτική απόκτησης άλλων 6 ελικοπτέρων τύπου  Η-145 από την Airbuss, των μονάδων πυροβόλων από την Σερβία καθώς και η στρατιωτική συνεργασία με το Ισραήλ είναι κινήσεις προς την σωστή κατεύθυνση. Ενισχυτικά θα λειτουργούσε μια συνεργασία μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου στην υλοποίηση κοινών εξοπλιστικών προγραμμάτων για την κάλυψη κοινών αναγκών. Επιπροσθέτως πολύ θετικό μπορεί να χαρακτηριστεί η σταδιακή άρση του εμπάργκο στην πώληση όπλων από τος Η.Π.Α.
Σαράντα οκτώ χρόνια από την γεγονότα του 1974 στην Κύπρο θα πρέπει να μας γίνει βίωμα ότι  η Κύπρος αποτελεί τον προμαχώνα του Ελληνισμού.  Αν πέσει Κύπρος τότε έπεσε και η Ελλάδα.. Είναι καιρός να εγκαταλειφθεί  σε Ελλάδα και Κύπρο η πολιτική του κατευνασμού με την Τουρκία και να υπάρξει μια πιο ενεργητική πολιτική ανάσχεσης της. 
Πρέπει να γίνει βίωμα τόσο στους Έλληνες της Ελλάδας όσο και στους Έλληνες της Κύπρου ότι μέλλον τους και η επιβίωσή τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένο μαζί τους