Φέτος συμπληρώνονται 67 χρόνια από το μοιραίο εκείνο απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955 που έμελλε να σφραγίσει με τον πιο απάνθρωπο και βάναυσο τρόπο το τέλος του επί αιώνες ακμάζοντος ελληνισμού της Βασιλεύουσας. Αποτέλεσμα του οργανωμένου πογκρόμ ενός σμήνους οπλισμένων αιμοδιψών Τούρκων πολιτών, στρατιωτών και παρακρατικών ήταν χιλιάδες Έλληνες της Κωνσταντινούπολης να ατιμωθούν, να ξυλοκοπηθούν άγρια μέχρι θανάτου και οι τεράστιες περιουσίες τους να γίνουν στάχτη μέσα σε μερικές ώρες. Ωστόσο, πριν από την αναλυτική παράθεση των βίαιων γεγονότων της λεγόμενης «Νύχτας των Κρυστάλλων της Κωνσταντινούπολης», αξίζει να αναφερθεί εν συντομία η πορεία της ακμής και της παρακμής της ελληνικής παροικίας της Πόλης κατά τον 19ο και 20ο αιώνα.

Μολονότι μετά την ελληνική επανάσταση του 1821 χιλιάδες Έλληνες εγκατάλειψαν μαζικά την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να γλυτώσουν τα αντίποινα των Οθωμανών, μετά το 1826 επέστρεψαν περίπου 50.000. Την περίοδο κατά την οποία ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος, η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε παρακμή. Ο Σουλτάνος Αμπντούλ Μεζίτ Α’, δεχόμενος πιέσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις, αναγκάστηκε να προβεί σε μεταρρυθμίσεις υπέρ των μειονοτήτων. Το Διάταγμα «Τανζιμάτ» (1839), το οποίο περιείχε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις με στόχο την αναδιοργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε επίπεδο διοίκησης και οικονομίας, διασφάλιζε συν τοις άλλοις την προστασία της ζωής και της περιουσίας των υπηκόων της αυτοκρατορίας ανεξάρτητα από το θρήσκευμα και την καταγωγή τους. Ενθαρρυμένοι οι Έλληνες από τις μεταρρυθμίσεις αυτές άρχισαν να επεκτείνονται περισσότερο, γεγονός που οδήγησε στη σταδιακή αναγέννηση της ελληνικής κοινότητας της Πόλης. Η μέγιστη, όμως, ακμή των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης ήρθε με την έκδοση του «Χάτι Χουμαγιούν» (1856), ενός διατάγματος ανεξιθρησκείας που επιπλέον κατήργησε τον κεφαλικό φόρο και τους περιορισμούς στην ανοικοδόμηση ιερών ναών. Έκτοτε, οι Κωνσταντινοπολίτες, οι οποίοι διακρίνονταν για την παιδεία, τη μόρφωση, την κουλτούρα, τη γλωσσομάθεια και τον κοινωνικό τους χαρακτήρα, άρχισαν να μεγαλουργούν. Έχτισαν εκκλησίες, νοσοκομεία, θέατρα, κινηματογράφοι, ζαχαροπλαστεία, σχολεία, σύλλογοι, ενώ παράλληλα μεσουρανούσαν στο εμπόριο και τον τραπεζικό τομέα και διέπρεπαν σε υψηλές θέσεις της οθωμανικής διοίκησης. Επακόλουθο όλων αυτών ήταν η συνεχής και ταχεία αύξηση του πληθυσμού της ελληνικής μειονότητας μέχρι και η μετάβαση Ελλαδιτών στην Κωνσταντινούπολη για αναζήτηση περισσότερων ευκαιριών. Μέχρι το 1922 η ελληνική κοινότητα της Πόλης ήταν η ισχυρότερη, αφού τα μέλη της αριθμούσαν τις 350.000, και είχε επιτύχει να καταστήσει την Κωνσταντινούπολη το οικονομικό κέντρο των Βαλκανίων. 

Το 1908 εμφανίζεται το επαναστατικό κίνημα των Νεοτούρκων στην τότε τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη, το οποίο υπήρξε ουσιαστικά συνέχεια του κινήματος των Νεο-οθωμανών του 1876 που κατέκρινε σε έναν βαθμό τις μεταρρυθμίσεις της περιόδου Τανζιμάτ. Πρωταρχικοί στόχοι των Νεότουρκων ήταν η κατάλυση της απολυταρχίας του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β', η δημιουργία ενός εκσυγχρονισμένου κράτους βασισμένου στα δυτικά πρότυπα, η επαναφορά του Συντάγματος του 1876, η προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της αυτοκρατορίας, και η αντίσταση στις επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων.  

Η ανάληψη της εξουσίας από τους Νεότουρκους ήρθε να αλλάξει δια της βίας τη διαρκή πρόοδο του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, του Πόντου αλλά και της Πόλης. Προηγήθηκε η γενοκτονία με μαζική σφαγή του ασσυριακού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη δεκαετία του 1890, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και την περίοδο του 1922-1925. Κατόπιν, ακολούθησε η γενοκτονία των Αρμενίων πολιτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι σφαγές κατά των Αρμενίων ξεκίνησαν ήδη επί Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, το 1894-1896, με τον αριθμό των νεκρών να υπολογίζεται έως τις 300.000. Ωστόσο, οι πλέον εκτεταμένες σφαγές Αρμενίων έγιναν από τους Νεότουρκους κατά τα έτη 1908-1918 και κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Ήταν πλέον η σειρά των Ελλήνων του Πόντου και της Μικρασίας. Οι εύποροι  Κωνσταντινοπολίτες και οι κάτοικοι του Πόντου και ευρύτερα όλης της Μικράς Ασίας - φοβούμενοι για το μέλλον τους και σε συνεργασία με τις σουλτανικές αρχές που βρίσκονταν σε σύγκρουση με τον Μουσταφά Κεμάλ- κατέφυγαν με τις οικογένειές τους στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Μετά δε από την εισβολή των κεμαλικών στρατευμάτων στην Κωνσταντινούπολη το 1923 ξεκίνησε και η κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων και των σπιτιών των Ελλήνων διαφυγόντων, τα οποία αποδόθηκαν σε Τούρκους αξιωματούχους. Η φυγή των Ελλήνων ιδίως της Κωνσταντινούπολης ήταν μαζική, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του πληθυσμού τους κατά το ήμισυ. 

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε με τη Συνθήκη Ειρήνης των Σεβρών το 1920. Ακολούθησε η αποτυχημένη Μικρασιατική εκστρατεία από το 1919 έως το 1922 που έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης. Η Συνθήκη, προέβλεπε μεταξύ άλλων την εξαίρεση των Ελλήνων της Πόλης από την ανταλλαγή πληθυσμών. Πιο συγκεκριμένα, δικαίωμα να εξαιρεθούν της ανταλλαγής είχαν μόνο όσοι μπορούσαν να αποδείξουν ότι ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918, όταν υπεγράφη η Ανακωχή του Μούδρου.  

Ωστόσο, η εύρεση των «εγκατεστημένων» (établis) - όπως ονομάστηκαν βάσει του κειμένου της Συνθήκης όσοι είχαν το δικαίωμα να εξαιρεθούν της ανταλλαγής αυτής – δεν ήταν εύκολη υπόθεση λόγω της ασάφειας των οθωμανικών αρχείων. Ούτως ή άλλως, όμως, η συμφωνία καταπατήθηκε από την τουρκική πλευρά, αφού αργότερα «εγκατεστημένοι» θεωρήθηκαν αυστηρά μόνο οι Έλληνες που ζούσαν στον δήμο Κωνσταντινούπολης. Έτσι, απελάθηκαν πολλοί Κωνσταντινοπολίτες που ζούσαν στο νομό Κωνσταντινούπολης, χωρίς να έχουν το δικαίωμα να επιστρέψουν. 

Η ανατροπή της ακμάζουσας πορείας της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης δεν σταμάτησε εκεί. Από την ίδρυση της τουρκικής δημοκρατίας και έπειτα τέθηκαν σε ισχύ νόμοι που στόχευαν στην αποδυνάμωση όλων των μειονοτήτων, ήτοι Ελλήνων, Εβραίων, Αρμένιων και Φραγκολεβαντίνων. Αρχικά, στα τέλη της δεκαετίας του ’20 εφαρμόστηκε νόμος βάσει του οποίου οι μειονοτικοί υποχρεούνταν να μιλούν μόνο τουρκικά. Σε αντίθετη περίπτωση, επιβάλλονταν πρόστιμα στους παραβάτες του νόμου, ενώ παράλληλα δέχονταν και σκληρούς προπηλακισμούς. Στο ίδιο πλαίσιο, απελάθηκαν Έλληνες δάσκαλοι που απέτυχαν σε υποχρεωτικές εξετάσεις τουρκικής γλώσσας, γεγονός που προκάλεσε την πτώση του μορφωτικού επιπέδου των εναπομεινάντων Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Εν συνεχεία, στο πλαίσιο της «τουρκοποίησης» και αφομοίωσης των αλλοεθνών και αλλόθρησκων πληθυσμών ψηφίστηκε ο νόμος για τα επίθετα τον Ιούνιο του 1934. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, όλοι οι Τούρκοι πολίτες υποχρεούνταν να φέρουν επίθετα μαζί με τα ονόματά τους, ενώ παράλληλα οριζόταν ότι τα ονόματα ξένων εθνοτήτων και φυλών δεν μπορούσαν να υιοθετηθούν ως επίθετα. Ως εκ τούτου, οι ανήκοντες σε μειονότητες ήταν υποχρεωμένοι να αλλάξουν τα επίθετά τους και να υιοθετήσουν άλλα που θα ήταν ή θα έμοιαζαν περισσότερο με τουρκικά. Κατόπιν, ακολούθησε ο νόμος που απαγόρευε στους μειονοτικούς την άσκηση πολλών αστικών επαγγελμάτων. Όπως ήταν φυσικό, η εφαρμογή αυτού του παράλογου νόμου ουσιαστικά απαγόρευε την άσκηση των επαγγελμάτων τους και προδήλως εξώθησε μεγάλο αριθμό Ελλήνων σε οριστική αναχώρηση από την Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον, το 1939 αποφασίστηκε η απαγόρευση χρήσης όπλων από μειονοτικούς κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής τους θητείας και η υποβίβασή τους σε βοηθητικές υπηρεσίες. 

Οι χείριστες, όμως, αποφάσεις λήφθηκαν από την τουρκική ηγεσία κατά την ευαίσθητη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Ελλάδα, ούσα υπό την τριπλή κατοχή του Ναζισμού, του Φασισμού και της Βουλγαρίας, ήταν αδύνατον να αντιδράσει στην κτηνώδη κακομεταχείριση που υφίσταντο οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Ειδικότερα, το 1941, με την έκδοση διατάγματος, αναβίωσαν για τους μη μουσουλμάνους άνδρες (Έλληνες Ορθόδοξοι, Χριστιανοί Αρμένιοι, Εβραίοι, κλπ) την υποχρεωτική επιστράτευση των ηλικιών 15-48 ετών στα τάγματα εργασίας, τα γνωστά ως «αμελέ ταμπουρού» (Amele Taburları), που στόχο είχαν τη φυσική εξόντωσή των επιστρατευμένων χωρίς την προοπτική επιστροφής στη γενέτειρά τους. Πράγματι, οι περισσότεροι άφησαν την τελευταία τους πνοή από τις ασθένειες, την ελάχιστη διατροφή, τις απάνθρωπες συνθήκες και τις κακουχίες στα βάθη της Ανατολίας. Ταυτόχρονα, σε μια ακόμη προσπάθεια μίμησης των Ναζιστών, ο τουρκικός τύπος έβριθε από άρθρα και δημοσιεύματα που αποσκοπούσαν στην απαξίωση των μειονοτήτων και την τόνωση του αντιμειονοτικού συναισθήματος της κοινής γνώμης.  

Με το κλείσιμο των ταγμάτων εργασίας το 1942 τέθηκε σε ισχύ νόμος της Εθνοσυνέλευσης που προέβλεπε την επιβολή του «Φόρου της Ευμάρειας» (Varlık Vergisi), ενός εξωφρενικού έκτακτου κεφαλικού φόρου – το λεγόμενο «βαρλίκι» -, κυρίως στους μη μουσουλμάνους, με πρόσχημα την καταπολέμηση της μαύρης αγοράς που δημιούργησαν οι συνθήκες πολέμου στις γειτονικές χώρες. Ο νόμος αυτός, όμως, είχε ουσιαστικά σκοπό την οικονομική εξαθλίωση των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων. Τα ποσά φόρου που επιβάλλονταν ήταν αστρονομικά και το ύψος τους καθοριζόταν από τις τοπικές αρχές με υποκειμενικά κριτήρια και χωρίς τη δυνατότητα ένστασης. Ο φόρος έπρεπε να πληρωθεί εντός 30 ημερών και η μη πληρωμή του συνεπαγόταν την κατάσχεση των περιουσιών, και στην περίπτωση που οι κατασχεμένες περιουσίες δεν επαρκούσαν για την αποπληρωμή του χρέους, οι οφειλέτες στέλνονταν σε στρατόπεδα εργασίας στη «Σιβηρία της Ανατολής», ήτοι στο Άσκαλε και το Ερζερούμ της Ανατολικής Τουρκίας, δουλεύοντας για ελάχιστα γρόσια την ημέρα, προκειμένου να εξοφλήσουν την οφειλή τους. Οι Κωνσταντινοπολίτες, στην προσπάθειά τους να εξοφλήσουν το χρέος τους προς το Δημόσιο, πωλούσαν σε εξευτελιστικές τιμές όλα τους τα υπάρχοντα, τα σπίτια και τις επιχειρήσεις τους. Στην εξορία οι περισσότεροι πέθαιναν, ενώ όσοι κατάφερναν να επιστρέψουν, ξεψυχούσαν σωματικά και ψυχικά εξαντλημένοι. Ο νόμος καταργήθηκε τον Μάρτιο του 1944, κατόπιν πιέσεων των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, αφού όμως είχε προκαλέσει την οικονομική καταστροφή των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων.

Δεδομένων όσων προαναφέρθηκαν, καθίσταται πρόδηλος ο πάγιος στόχος των Τούρκων που ήταν η οικονομική αφαίμαξη των Ελλήνων της Πόλης και η εκδίωξή τους από τη γενέτειρά τους. Εντούτοις, κατά τα έτη 1948-1955 επικρατούσε ηρεμία λόγω της επιθυμίας των Τούρκων να επωφεληθούν της οικονομικής βοήθειας που θα πρόσφερε το Σχέδιο Μάρσαλ στο πλαίσιο της συμμαχίας, αφού η Τουρκία έγινε μέλος του ΝΑΤΟ το 1952. Η ήσυχη αυτή περίοδος συνέβαλε στην επανάκαμψη της ελληνικής κοινότητας, η οποία επέστρεψε δυναμικά στην οικονομική ζωή της Πόλης.

Στις αρχές, όμως, της δεκαετίας του '50 κάνει την εμφάνισή του το έως τότε ανύπαρκτο για την Τουρκία ζήτημα της Κύπρου και το αίτημα αυτοδιάθεσης των Κυπρίων. Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού των Κυπρίων είχε ταχθεί υπέρ της ενώσεως με την Ελλάδα. Οι Τουρκοκύπριοι, όμως, υποκινούμενοι από τους Άγγλους άρχισαν να διοργανώνουν συλλαλητήρια με προεξάρχοντα τον Τουρκοκύπριο δικηγόρο Ραούφ Ντενκτάς, και με σύνθημα «Διχοτόμηση ή Θάνατος» (Ya taksim Ya ölüm). Συγχρόνως, σημαίνοντα ρόλο στην ενίσχυση του ανθελληνικού συναισθήματος διαδραμάτισε και ο τουρκικός τύπος, ο οποίος χρηματοδοτούμενος από τους Βρετανούς δημοσίευε προπαγανδιστικά κείμενα γεμάτα ψεύδη, καλλιεργώντας σφοδρό μίσος εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Συγκεκριμένα, τουρκικά δημοσιεύματα υποστήριζαν ψευδώς ότι οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ενίσχυαν οικονομικά τη δράση της ΕΟΚΑ στην Κύπρο.  

Την ίδια περίοδο ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη η Εθνική Ένωση Τούρκων Φοιτητών με την επωνυμία «Η Κύπρος είναι τουρκική» (Kıbrıs Türktür). Επρόκειτο ουσιαστικά για μια παραστρατιωτική οργάνωση με μεγάλο αριθμό μελών και πολλά παραρτήματα που συνδέονταν με τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες. Η δράση της ήταν καθοριστική, αφού σε συνεργασία με τις τουρκικές αρχές οργάνωσε κρυφά το προγκρόμ που θα επακολουθούσε. 

Αυτό που έλειπε βέβαια ήταν η αφορμή, την οποία ωστόσο σύντομα επινόησε η τουρκική πλευρά. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1955 διαδόθηκε στον τουρκικό τύπο η ψευδής είδηση ότι στο σπίτι που γεννήθηκε ο Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη και το οποίο λειτουργούσε ως τουρκικό προξενείο εξερράγη βόμβα, η οποία είχε τοποθετηθεί από Έλληνες. Βέβαια, όπως αργότερα έγινε γνωστό, η βόμβα τοποθετήθηκε από τον Οκτάι Ενγκίν, έναν Έλληνα μουσουλμάνο της Θράκης, κατόπιν εντολής των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών. 

Στο άκουσμα, λοιπόν, αυτής της χαλκευμένης είδησης χιλιάδες Τούρκοι της Κωνσταντινούπολης αλλά και πολλοί από τα βάθη της Τουρκίας που είχαν μεταφερθεί οργανωμένα για τη βίαιη επίθεση που θα ακολουθούσε, ξεχύθηκαν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης φωνάζοντας ανθελληνικά συνθήματα. Οι «διαδηλωτές» οπλισμένοι με σιδερένιους λοστούς και ρόπαλα, με τα οποία είχε φροντίσει το «βαθύ κράτος» (derin devlet) της Τουρκίας να τους προμηθεύσει, έσπαγαν ασταμάτητα κάθε τι ελληνικό. Τα ελληνικά σπίτια και τα καταστήματα - σημαδεμένα εκ των προτέρων- αφέθηκαν στο έλεος του μανιασμένου πλήθους, όπως συνέβη και στη Γερμανία τη «Νύχτα των Κρυστάλλων» της 9ης-10ης Νοεμβρίου 1938. Σπίτια και επιχειρήσεις καταστράφηκαν ολοσχερώς, αφού πρώτα λεηλατήθηκαν. Ορθόδοξοι ναοί βεβηλώθηκαν, χριστιανικοί τάφοι συλήθηκαν, άνδρες θανατώθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν, παιδιά κακοποιήθηκαν, κληρικοί γρονθοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου και όλα αυτά με την πασιφανή ανοχή και συμμετοχή Τούρκων αστυνομικών και στρατιωτικών στα έκτροπα και το πλιάτσικο. Το πογκρόμ διήρκησε μερικές ώρες αλλά ήταν αρκετές για να σβήσουν κάθε ελληνικό στοιχείο που για αιώνες και παρά τα δεινά και χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια είχε καταφέρει να επιβιώσει στη «Βασιλίδα των Πόλεων». 

Τα επεισόδια σταμάτησαν με την επιβολή στρατιωτικού νόμου, ενώ η τουρκική αστυνομία προέβη σε ελάχιστες τυπικές συλλήψεις, χωρίς ωστόσο να τιμωρηθεί κανείς από τους συλληφθέντες εγκληματίες. Την επομένη δε, εκδιώχθηκαν από τις δουλειές τους όλοι οι Έλληνες. Οι περισσότεροι εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη για το εξωτερικό φοβούμενοι τυχόν επανάληψη των βίαιων γεγονότων. 

Δυστυχώς, η ελληνική κυβέρνηση Παπάγου και το βασιλικό ζεύγος έλαμψαν διά της αδράνειάς τους. Αν και ο Έλληνας πρωθυπουργός κατάφερε να αναδείξει το θέμα διεθνώς, οι προσπάθειές του να πιέσει την τουρκική κυβέρνηση για παροχή αποζημιώσεων στους πληγέντες απέβησαν άκαρπες. Από την άλλη πλευρά, το βασιλικό ζεύγος διέκοψε την περιοδεία του στη Γιουγκοσλαβία μέρες μετά τα γεγονότα και αφού δημοσιεύθηκαν στον ελληνικό τύπο φωτογραφίες με τα φρικτά γεγονότα που είχαν προηγηθεί. 

Στο σημείο αυτό, όμως, αξίζει να σημειωθεί η στάση που κράτησε η αμερικανική κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, ο τότε Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών απέστειλε δύο ίδιες επιστολές προς την Ελλάδα και την Τουρκία, με τις οποίες ζητούσε και από τις δύο πλευρές αυτοσυγκράτηση και την άμεση αποκατάσταση των μεταξύ τους σχέσεων, ώστε να μην διαταραχθεί η ενότητα του ΝΑΤΟ. Η τήρηση ίσων αποστάσεων και ουσιαστικά η εξίσωση του θύματος και του θύτη προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια της Αθήνας, η οποία προσδοκούσε τη στήριξη της Ουάσιγκτον. 

Οι τουρκικές δικαστικές αρχές φρόντισαν οι ευθύνες για τα τραγικά αυτά γεγονότα να αποδοθούν αποκλειστικά στον τότε Τούρκο Πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές. Αναλυτικότερα, το 1960 ο Μεντερές ανετράπη από στρατιωτικό πραξικόπημα και συνελήφθη μαζί με τον τέως Πρόεδρο Τζελάλ Μπαγιάρ και άλλους υπουργούς. Οδηγήθηκαν σε πολύμηνη δίκη και ο τέως Τούρκος Πρωθυπουργός κατηγορήθηκε για πολλά αδικήματα, μεταξύ των οποίων και για τα έκτροπα εις βάρος των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Τα πάντα, όμως, είχαν ενορχηστρωθεί από όλον τον κρατικό μηχανισμό από κοινού με ηγετικά στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος. Εν τέλει, ο Μεντερές καταδικάστηκε τετράκις εις θάνατο δι’ απαγχονισμού για καταπάτηση του Συντάγματος, καταδίκη η οποία εκτελέστηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1961.     

Συμπερασματικά, από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923 και εφεξής ο απώτερος σκοπός της τουρκικής ηγεσίας ήταν η διαμόρφωση μιας νέας τουρκικής αστικής τάξης που θα αντικαθιστούσε τους μειονοτικούς, οι οποίοι έως τότε συγκροτούσαν την τάξη αυτήν. Έχοντας στα χέρια τους όλη την οικονομία της χώρας, θεωρούνταν επικίνδυνοι για την επιβίωση και το μέλλον των μουσουλμάνων της Τουρκίας. Το αιματηρό σχέδιο των Τούρκων ήταν καλά οργανωμένο και ολοκληρώθηκε με τις μαζικές απελάσεις των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1964. Τα «Ματωμένα Χώματα» ολοκληρώθηκαν ουσιαστικά με ένα ακόμη κεφάλαιο, εκείνο των «Σεπτεμβριανών», όπως έμειναν στην ιστορία. Υπό το πρίσμα, λοιπόν, των ανωτέρω, καλό θα ήταν η Τουρκία, πριν προβεί σε υποδείξεις μεταχείρισης της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, να κάνει την αυτοκριτική της και να αναλογιστεί πώς έχει αφανίσει την άλλοτε πολυπληθή και ακμάζουσα ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, παραβιάζοντας κατάφωρα τη Συνθήκη της Λωζάννης. 

Πηγή φωτογραφίας: lifo.gr