Έχει παρέλθει σχεδόν ένας αιώνας από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης και το άλλοτε έντονο ελληνικό στοιχείο των νήσων της Ίμβρου και της Τενέδου, το οποίο η προαναφερθείσα Συνθήκη θεωρητικά θα διαφύλαττε, βρίσκεται σε «επιθανάτιο λήθαργο». Η ιστορική πορεία των δύο νησιών μαρτυρά ολοφάνερα την ελληνικότητά τους καθιστώντας την αδιαμφισβήτητη. Η ιστορία της Ίμβρου και της Τενέδου ξεκινά κατά την πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3000 π.Χ. - 2700 π.Χ.) με την εκεί εγκατάσταση των Πελασγών, οι οποίοι θεωρούνται οι πρόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Η ελληνική παρουσία στα δύο νησιά εξακολουθούσε να είναι ισχυρή και στα χρόνια της Κλασικής Ελλάδας, αφού αμφότερα υπήρξαν αποικίες των Αθηναίων, αλλά και στην Ελληνιστική εποχή, ακόμη και όταν η κατοχή τους πέρασε πια στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μετά στο Βυζάντιο, και έπειτα στους Γενουάτες για να βρεθεί στο τέλος υπό οθωμανικό ζυγό για 460 χρόνια και να καταλήξει βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης στη  σύγχρονη Τουρκία.

Ωστόσο, κατά την προσπάθεια υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας, τα εν λόγω νησιά βρέθηκαν για περίπου μια δεκαετία σε ελληνικά χέρια. Πιο συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 1912, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, άγημα υπό τον υποπλοίαρχο Παντελή Χορν καταλαμβάνει την Ίμβρο με το θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ». Κατόπιν, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και συγκεκριμένα το 1914, Άγγλοι και Γάλλοι εγκαθιστούν στο νησί το «Αρχηγείο Εκστρατευτικού Σώματος Επιχειρήσεων Ελλησπόντου». Με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920, και συγκεκριμένα βάσει του άρθρου 84, η Τουρκία παραιτείται των δικαιωμάτων της στην Ίμβρο και την Τένεδο και τα δύο νησιά παραχωρούνται στην Ελλάδα. Η έκβαση αυτή ουσιαστικά νομιμοποίησε το γεγονός της στρατιωτικής τους κατάληψης από τον ελληνικό στόλο τον Οκτώβριο του 1912 υπό τον όρο να μην χρησιμοποιηθούν ως ναυτικές βάσεις κατά της Τουρκίας.

Τη θετική αυτή εξέλιξη, όμως, ήρθε να ανατρέψει οριστικά η ήττα και η αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία. Η υπογραφή της ειρηνευτικής Συνθήκης της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1923 και η ακόλουθη παράδοση της Ίμβρου και της Τενέδου στην Τουρκία, παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες κάτοικοι αποτελούσαν την πληθυσμιακή πλειοψηφία, σήμαναν την αρχή του τέλους του ακμάζοντος ελληνικού πληθυσμού που διαβιούσε στα νησιά αυτά. Και τούτο διότι, όπως υποστήριζε η τουρκική πλευρά, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης δεν θα μπορούσαν να ανήκουν σε εχθρική προς την Τουρκία δύναμη. Έτσι, η άποψη περί της αρχής των εθνοτήτων και του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των λαών που υποστήριξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων δεν κατάφερε να υπερισχύσει των γεωπολιτικών και στρατιωτικών επιχειρημάτων που πρόβαλε η Τουρκία.

Τα άρθρα της Συνθήκης της Λωζάννης που αφορούν στην Ίμβρο και την Τένεδο και η κατάφωρη παραβίασή τους από την Τουρκία

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι παραβιάσεις της Συνθήκης της Λωζάννης από την πλευρά της Τουρκίας άρχισαν από την πρώτη κιόλας στιγμή της εφαρμογής της. Για να καταστεί αυτό σαφέστερο, παρατίθενται κάτωθι όλα τα άρθρα της Συνθήκης που αφορούν στα νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου και οι παραβιάσεις τους από την τουρκική πλευρά:

Άρθρον 14.

Αι νήσοι Ίμβρος και Τένεδος, παραμένουσαι υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν, θα απολαύωσιν ειδικής διοικητικής οργανώσεως, αποτελούμενης εκ τοπικών στοιχείων και παρεχούσης πάσαν εγγύησιν εις τον μη μουσουλμανικόν ιθαγενή πληθυσμόν διʹ ό,τι αφορά εις την τοπικήν διοίκησιν και την προστασίαν των προσώπων και των περιουσιών. Η διατήρησις της τάξεως θα εξασφαλίζηται εν αυταίς διʹ αστυνομίας στρατολογουμένης μεταξύ του ιθαγενούς πληθυσμού, τη φροντίδι της ως άνω προβλεπομένης τοπικής διοικήσεως υπό τα διαταγάς της οποίας θα διατελή.

Αι συνομολογηθείσαι ή συνομολογηθησόμεναι μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας συμφωνίαι, αι αφορώσαι την ανταλλαγήν των Ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, δεν θα εφαρμοσθώσιν εις τους κατοίκους των νήσων Ίμβρου και Τενέδου.

  • Το πρωτόκολλο παράδοσης των νησιών υπεγράφη στις 4 Οκτωβρίου 1923 από τον τέως Έλληνα Διοικητικό Γραμματέα Ιωάννη Παπουτσιδάκι και τον επιθεωρητή του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών Καδρή Μπέη και όχι από αντιπροσώπους του γηγενούς πληθυσμού, όπως ορίζει το παραπάνω άρθρο. Την υπογραφή, μάλιστα, του πρωτοκόλλου ακολούθησε η παράδοση όλων των υπηρεσιών (δικαιοσύνη, αστυνομία, τελωνεία) στις τουρκικές αρχές. Συνεπώς, το ειδικό καθεστώς αυτονομίας που ορίζεται στη Συνθήκη δεν τηρήθηκε εξ αρχής.
Άρθρον 38.

Η Τουρκική Κυβέρνησις αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να παρέχη εις πάντας τους κατοίκους της Τουρκίας πλήρη και απόλυτον προστασίαν της ζωής και της  ελευθερίας αυτών, αδιακρίτως γεννήσεως, εθνικότητος, γλώσσης, φυλής ή θρησκείας. Πάντες οι κάτοικοι της Τουρκίας δικαιούνται να πρεσβεύωσιν ελευθέρως, δημοσία τε και κατʹ ιδίαν, πάσαν πίστιν, θρησκείαν ή δοξασίαν ων η άσκησις δεν ήθελεν είναι ασυμβίβαστος προς την δημόσιαν τάξιν και τα χρηστά ήθη. Αι μη μουσουλμανικαί μειονότητες θα απολαύωσιν πλήρως της ελευθερίας κυκλοφορίας και μεταναστεύσεως, υπό την επιφύλαξιν των εφαρμοζομένων, εφʹ όλου ή μέρους του εδάφους, εις άπαντας τους τούρκους υπηκόους μέτρων άτινα, ήθελον τυχόν ληφθή υπό της Τουρκικής Κυβερνήσεως χάριν της εθνικής αμύνης και της τηρήσεως της δημοσίας τάξεως.

Άρθρον 39.

Οι ανήκοντες εις μη μουσουλμανικάς μειονότητας υπήκοοι τούρκοι θα απολαύωσι των αυτών αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων ων και οι μουσουλμάνοι. 
Πάντες οι κάτοικοι της Τουρκίας, άνευ διακρίσεως θρησκεύματος, θα ώσιν ίσοι απέναντι του νόμου. 
Η διαφορά θρησκείας, δοξασίας ή πίστεως δεν οφείλει να αποτελέση κώλυμα δι’ ουδένα τούρκον υπήκοον ως προς την απόλαυσιν των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων και ιδία την παραδοχήν εις τας δημοσίας θέσεις, αξιώματα και τιμάς ή την εξάσκησιν των διαφόρων επαγγελμάτων και βιομηχανιών.
Ουδείς περιορισμός θέλει επιβληθή κατά της ελευθέρας χρήσεως παρά παντός  τούρκου υπηκόου οιασδήποτε γλώσσης, είτε εν ταις ιδιωτικαίς ή εμπορικαίς σχέσεσιν, είτε ως προς την θρησκείαν τον τύπον και πάσης φύσεως δημοσιεύματα, είτε εν ταις δημοσίαις συναθροίσεσιν.
Παρά την ύπαρξιν της επισήμου γλώσσης, θα παρέχωνται αι προσήκουσαι ευκολίαι εις τους τούρκους υπηκόους, τους λαλούντες γλώσσαν άλλην ή την τουρκικήν, δια την προφορικήν χρήσιν της γλώσσης, αυτών ενώπιων των δικαστηρίων.

Άρθρον 40.

Οι τούρκοι υπήκοοι, οι ανήκοντες εις μη μουσουλμανικάς μειονότητας, θα απολαύωσι “νομικώς” και πραγματικώς της αυτής προστασίας και των αυτών εγγυήσεων ων απολαύουσι και οι λοιποί τούρκοι υπήκοοι, θα έχωσιν ιδίως ίσον δικαίωμα να συνιστώσι, διευθύνωσι και εποπτεύωσιν, ιδίαις δαπάναις, παντός είδους, φιλανθρωπικά, θρησκευτικά ή κοινωφελή ιδρύματα, σχολεία και λοιπά εκπαιδευτήρια μετά του δικαιώματος να ποιώνται ελευθέρως εν αυτοίς χρήσιν της γλώσσης των και να τελώσιν ελευθέρως τα της θρησκείας των.

Άρθρον 41.

Εν ταις πόλεσι και περιφερείαις, ένθα διαμένει σημαντική αναλογία υπηκόων, μη μουσουλμάνων η Τουρκική Κυβέρνησις θα παρέχη ως προς την δημοσίαν εκπαίδευσιν, τας προσήκουσας ευκολίας προς εξασφάλισιν της εν τοις δημοτικοίς σχολείοις παροχής εν τη ιδία αυτών γλώσση, της διδασκαλίας εις τα τέκνα των εν λόγω τούρκων υπηκόων. Η διάταξις αύτη δεν κωλύει την Τουρκικήν Κυβέρνησιν να καταστήση υποχρεωτικήν την διδασκαλίαν της τουρκικής γλώσσης εν τοις ειρημένοις σχολείοις. 
Εν ταις πόλεσι και περιφερείαις, ένθα υπάρχει σημαντική αναλογία τούρκων υπηκόων ανηκόντων εις μη μουσουλμανικάς μειονότητας, θέλει εξασφαλισθή εις τας μειονότητας ταύτας δικαία συμμετοχή εις την διάθεσιν των χρηματικών ποσών, άτινα τυχόν θα εχορηγούντο εκ του δημοσίου χρήματος υπό του προϋπολογισμού του Κράτους ή των δημοτικών και λοιπών προϋπολογισμών επί εκπαιδευτικώ θρησκευτικώ ή φιλανθρωπικώ σκοπώ. Τα ποσά ταύτα θα καταβάλλωνται εις τους αρμοδίους αντιπροσώπους των ενδιαφερομένων καθιδρυμάτων και οργανισμών.

Άρθρον 42.

Η Τουρκική Κυβέρνησις δέχεται να λάβη απέναντι των μη μουσουλμανικών  μειονοτήτων, όσον αφορά την οικογενειακήν ή προσωπικήν αυτών κατάστασιν, πάντα τα κατάλληλα μέτρα, όπως τα ζητήματα ταύτα κανονίζωνται συμφώνως προς τα έθιμα των μειονοτήτων τούτων.
Τα μέτρα ταύτα θέλουσιν επεξεργασθή ειδικαί επίτροπαι, αποτελούμεναι εξ ίσου αριθμού αντιπροσώπων της Τουρκικής Κυβερνήσεως και μιας εκάστης των ενδιαφερομένων μειονοτήτων. Εν περιπτώσει διαφωνίας, η Τουρκική Κυβέρνησις και το Συμβούλιον της Κοινωνίας των Εθνών θέλουσι διορίσει, από κοινού, επιδιαιτητήν εκλεγόμενον μεταξύ των ευρωπαίων νομομαθών.
Η Τουρκική Κυβέρνησις υποχρεούται να παρέχη πάσαν προστασίαν εις τας εκκλησίας, συναγωγάς, νεκροταφεία και λοιπά θρησκευτικά καθιδρύματα των ειρημένων μειονοτήτων. Εις τα ευαγή καθιδρύματα ως και τα θρησκευτικά και φιλανθρωπικά καταστήματα των αυτών μειονοτήτων, των ήδη ευρισκομένων εν Τουρκία, θα παρέχηται πάσα ευκολία και άδεια, η δε Τουρκική Κυβέρνησις, προκειμένου περί ιδρύσεως νέων θρησκευτικών και φιλανθρωπικών καθιδρυμάτων, ουδεμίαν θέλει αρνηθή εκ των αναγκαίων ευκολιών, αίτινες έχουσιν εξασφαλισθή εις τα λοιπά ιδιωτικά καθιδρύματα ομοίας φύσεως.

Άρθρον 43.

Οι εις τας μη μουσουλμανικάς μειονότητας ανήκοντες τούρκοι υπήκοοι δεν θα ώσιν υποχρεωμένοι να εκτελώσι πράξεις αποτελούσας παράβασιν της πίστεως ή των θρησκευτικών των εθίμων, ούτε θα περιπίπτωσιν εις ανικανότητα τίνα αρνούμενοι να παραστώσιν ενώπιον των δικαστηρίων ή να εκτελέσωσι νόμιμόν τίνα πράξιν κατά την ημέραν της εβδομαδιαίας των αναπαύσεως.
Ουχ ήττον, η διάταξις αυτή δεν απαλάσσει τους τούρκους τούτους υπηκόους των υποχρεώσεων, αίτινες επιβάλλονται εις πάντας τους λοιπούς τούρκους υπηκόους προς τήρησιν της δημοσίας τάξεως.

  • Από την επομένη κιόλας της παράδοσης, η Τουρκία αρχίζει να παραβιάζει κατ’ εξακολούθηση τα άρθρα 38, 39, 40, 41, 42, 43 της Συνθήκης της Λωζάννης, εκπονώντας απροκάλυπτα το σχέδιό της που σκοπό είχε τον διωγμό του ελληνικού πληθυσμού των δύο νησιών και τον πλήρη εκτουρκισμό τους. Αναλυτικότερα, οι τουρκικές αρχές προχωρούν, βάσει του νόμου 1151 «Περί Νήσων» (Adalar Kanunu) που θεσπίζεται το 1927, στο κλείσιμο της Κεντρικής Σχολής Ίμβρου, στην απαγόρευση χρήσης της ελληνικής γλώσσας και στη γενικότερη μετατροπή της εκπαίδευσης σε αμιγώς τουρκική.  Ο ως άνω νόμος αναστέλλεται προσωρινά το 1951 και τίθεται εκ νέου σε ισχύ μετά το 1960, όταν εφαρμόζεται το λεγόμενο «Πρόγραμμα Διάλυσης» (Eritme Programmi). Το πρόγραμμα αυτό προέβλεπε μεταξύ άλλων το οριστικό κλείσιμο των ελληνικών σχολείων όλων  των βαθμίδων, την απόλυση όλων των εκπαιδευτικών και την κατάργηση για μία ακόμη φορά της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας.
    Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εφαρμογή του τουρκικού σχεδίου για τον αφελληνισμό των νησιών της Ίμβρου και της Τενέδου συνεχίζεται αδιάλειπτα. Ειδικότερα, επιβάλλεται στους Έλληνες ο εξοντωτικός φόρος περιουσίας, το γνωστό «βαρλίκι», ενώ παράλληλα αποφασίζεται η επιστράτευση όλων των νέων ανδρών ηλικίας 20 έως 40 ετών και η αποστολή τους σε τάγματα εργασίας (amele taburları) στα βάθη της Ανατολίας. Επίσης, τα βίαια γεγονότα που ξέσπασαν στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια των «Σεπτεμβριανών» το 1955 είχαν αντίκτυπο και στα δύο νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου.
    Τη δεκαετία του 1960 η τουρκική πολιτική περί εξολόθρευσης του ελληνικού στοιχείου της Ίμβρου και της Τενέδου συνεχίζεται με ακόμη μεγαλύτερη ένταση. Συγκεκριμένα, το 1964 ψηφίζεται από την τουρκική Εθνοσυνέλευση ο νόμος 6830 «Περί Απαλλοτριώσεων», γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την ιδιοποίηση σχεδόν όλης της καλλιεργήσιμης γης των Ελλήνων. Συγχρόνως, απαγορεύεται η βοσκή σε μεγάλες εκτάσεις που κηρύσσονται αναδασωτέες και εγκαθίσταται τόσο στην Ίμβρο όσο και στην Τένεδο σύνταγμα στρατού. Ταυτόχρονα, μεγάλο σοκ προκαλεί την περίοδο εκείνη και η δημιουργία ανοιχτών αγροτικών φυλακών στο μεγαλύτερο χωριό της Ίμβρου, το Σχοινούδι, όπου μεταφέρεται μεγάλος αριθμός βαρυποινιτών από τα βάθη της Τουρκίας, οι οποίοι δρουν ανενόχλητοι. Επιπλέον, αφαιρείται η υπηκοότητα σε όλους τους Ιμβρίους και τους Τενέδιους που διέμεναν στο εξωτερικό, ενώ παράλληλα τους στερείται και το δικαίωμα επιστροφής στις πατρογονικές τους εστίες. Σημειωτέον, η εξάλειψη κάθε ελληνικού και χριστιανικού στοιχείου στα νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου συνεχίζεται με την καταστροφή 300 ναών και τη διατήρηση στα δύο νησιά παρά ελαχίστων εκκλησιών καθώς και με την αλλαγή των ονομασιών των δύο νησιών αλλά και όλων των χωριών τους. Η Ίμβρος μετονομάζεται σε Gökçeada και η Τένεδος σε Bozcaada. Επιπροσθέτως, η ίδρυση την ίδια περίοδο της τουρκικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας και η δημιουργία νέων οικισμών από εποίκους προερχόμενους από τα ενδότερα της Τουρκίας αποτελούν δύο ακόμη μέτρα που στοχεύουν στην αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης των δύο νησιών.
    Τέλος, τη νύχτα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 σημειώνονται έκτροπα, βιασμοί, βεβηλώσεις και δολοφονίες Ελλήνων σε Ίμβρο και Τένεδο.
    Τα μέτρα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη δραματική μείωση του πληθυσμού της ελληνικής μειονότητας στα δύο νησιά• έτσι, από 7.500 άτομα το 1960, ο πληθυσμός και στα δύο νησιά ανέρχεται σήμερα σε 450 περίπου άτομα (μόνιμοι κάτοικοι).[1]

Άρθρο 44.

Η Τουρκία παραδέχεται όπως αι διατάξεις των προηγουμένων άρθρων του  παρόντος Τμήματος, εφʹ όσον αφορώσιν εις τους μη μουσουλμάνους υπηκόους της Τουρκίας, αποτελέσωσιν υποχρεώσεις διεθνούς συμφέροντος και τεθώσιν υπό την εγγύησιν της Κοινωνίας των Εθνών. Αι διατάξεις αύται δεν δύνανται να τροποποιηθώσιν άνευ της συγκαταθέσεως της πλειοψηφίας του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών. Η Βρεττανική Αυτοκρατορία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ιαπωνία υποχρεούνται δια της παρούσης Συνθήκης να μη αρνηθώσι την συγκατάθεσιν αυτών εις πάσαν τροποποίησιν των ειρημένων άρθρων, ην ήθελε κατά τους νομίμους τύπους αποφασίσει η πλειοψηφία του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών.
Η Τουρκία δέχεται όπως παν Μέλος του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών έχη το δικαίωμα να επισύρη την προσοχήν του Συμβουλίου επί πάσης παραβάσεως ή κινδύνου παραβάσεως οιασδήποτε των υποχρεώσεων τούτων και όπως το Συμβούλιον δύναται να ενεργή καθʹ οιονδήποτε τρόπον και παρέχη οιασδήποτε οδηγίας κρινόμενος καταλλήλους και αποτελεσματικός εν τη περιστάσει.
Η Τουρκία δέχεται προς τούτοις όπως, εν περιπτώσει διχογνωμίας επί νομικών ή πραγματικών ζητημάτων αφορώντων τα άρθρα ταύτα, μεταξύ της Τουρκικής Κυβερνήσεως και μιας οιασδήποτε των λοιπών υπογραψασών την παρούσαν Συνθήκην Δυνάμεων ή πάσης άλλης Δυνάμεως Μέλους του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών, η τοιαύτη διχογνωμία θεωρηθή ως διεθνούς χαρακτήρας διαφορά κατά το γράμμα του άρθρου 14 του Συμφώνου της Κοινωνίας των Εθνών. Η Τουρκική Κυβέρνησις δέχεται όπως πάσα τοιούτου είδους διαφορά, επί τη αιτήσει του ετέρου των Μερών, παραπέμπηται εις το Διαρκές Δικαστήριον Διεθνούς Δικαιοσύνης. Η απόφασις του Διαρκούς Δικαστηρίου θα η ανέκκλητος, θα έχη δε την ισχύν και το κύρος αποφάσεως εκδοθείσης δυνάμει του άρθρου 13 του Συμφώνου.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Μολονότι τα παραπάνω άρθρα αποτελούν δεσμεύσεις διεθνούς χαρακτήρα για το τουρκικό κράτος, έχουν παραβιαστεί πολλάκις και χωρίς καμία προσπάθεια απόκρυψης από την τουρκική πλευρά. Το αξιοπερίεργο, ωστόσο, στο πλαίσιο των παραβιάσεων αυτών, αποτελεί η μη καταγγελία τους από τη διεθνή κοινότητα και πολλώ μάλλον από τα συμβαλλόμενα μέρη της Συνθήκης, και ιδίως από την Ελλάδα. Οι χλιαρές αντιδράσεις του ελληνικού κράτους απέναντι σε όλα όσα έχουν υποστεί οι Ίμβριοι και οι Τενέδιοι τον τελευταίο έναν αιώνα μόνο τη δυσαρέσκεια της ελληνικής κοινής γνώμης μπορούν να προκαλέσουν. 

Γιατί, λοιπόν, η Ελλάδα δεν αντιδρά δυναμικά σε αυτές τις πρακτικές των Τούρκων και παραμένει δέσμια μιας αντίληψης ενδοτισμού έναντι της Τουρκίας; Όχι, δεν υπάρχει και δεν πρέπει να υπάρξει λήθη. Ακόμη και σήμερα η Ελλάδα μπορεί να προσφύγει στον ΟΗΕ και στο Διεθνές Δικαστήριο για να καταγγείλει όλες τις παραβιάσεις της Συνθήκης της Λωζάννης από την πλευρά του τουρκικού κράτους.

Τέλος, απευθυνόμενοι με αμεσότητα στους γείτονες, οι οποίοι αμφισβητούν επίσημα πλέον την ελληνική κυριαρχία επί μεγάλων νησιών του Αιγαίου λόγω της στρατιωτικοποίησής τους, και κατηγορούν για τον λόγο αυτό την Ελλάδα για παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάννης, ας δηλώσουμε αντίστοιχα το εξής: Ούτε η Ίμβρος και η Τένεδος ανήκουν στην Τουρκία, αφού έχουν καταπατηθεί εξαρχής τα δικαιώματα της γηγενούς ελληνικής κοινότητας που υπήρχε στα νησιά – με τη διαφορά βέβαια ότι η Τουρκία έχει όντως παραβιάσει κατάφωρα τη Συνθήκη της Λωζάννης σε Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο. Δεδομένων όλων των παραπάνω, λοιπόν, δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι στη διπλωματική μας φαρέτρα έχουμε δύο ακόμη σπουδαία και αχρησιμοποίητα έως τώρα όπλα: την Ίμβρο και την Τένεδο.

Πηγή εικόνας: enimerotiko.gr