"Ποτέ μην προσπαθείς να κερδίσεις με τη βία αυτό που μπορεί να αποκτηθεί με πονηριά", έλεγε ο σπουδαίος Ιταλός πολιτικός φιλόσοφος Νικολό Μακιαβέλι, μια ρήση την οποία η Τουρκία λαμβάνει υπ’ όψιν της κατά τη διαμόρφωση της εξωτερικής της πολιτικής. Ο χαρακτηρισμός της Τουρκίας ως "επιτήδειου ουδέτερου" αποτελεί έμπνευση του Αμερικανού ακαδημαϊκού Frank G. Weber, ο οποίος στο ομώνυμο βιβλίο του περιγράφει αναλυτικά την πολιτική που ακολούθησε η Τουρκία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια πολιτική ουδετερότητας και ίσων αποστάσεων από τους αντιπάλους, η οποία είχε ως αποτέλεσμα η γειτονική χώρα, όχι μόνο να παραμείνει αλώβητη κατά τη διάρκεια των αιματηρών συγκρούσεων, αλλά και να καθίσει στο τέλος του πολέμου στο τραπέζι των νικητών. Μολονότι η Τουρκία δεν ενεπλάκη στρατιωτικά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέπτυξε έντονη διπλωματική δραστηριότητα με απώτερο σκοπό να επωφεληθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από τις τότε επικρατούσες συνθήκες. 

Αναλυτικότερα, η Τουρκία, αδυνατώντας να προβλέψει τον τελικό νικητή και επιδιώκοντας το μέγιστο δυνατό όφελος με τη μικρότερη δυνατή ζημία, καθυστερούσε να ταχθεί προδήλως υπέρ της μίας εκ των δύο πλευρών και να εμπλακεί στρατιωτικά. Για τον λόγο αυτό, κινήθηκε παρασκηνιακά ερχόμενη σε επαφή τόσο με τους Συμμάχους όσο και με τον Άξονα. Γνωρίζοντας, μάλιστα, ότι αποτελούσε το μήλον της έριδος για τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη ναζιστική Γερμανία, οδήγησε όλες τις δυνάμεις σε ένα σκληρό "παζάρι" μαζί της από το οποίο αναμφίβολα βγήκε κερδισμένη πουλώντας επιδέξια τη "φιλία" της. 

Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρει και ο Frank Weber στο βιβλίο του "οι Τούρκοι ποτέ δεν κατάφεραν να κερδίσουν υπέρ των δικών τους πολιτικών και στρατιωτικών απόψεων τους Βρετανούς και τους Γάλλους. Σε οικονομικά όμως θέματα, κέρδιζαν πάντα"(1). Και τούτο αποδείχθηκε με την υπογραφή της Τριμερούς Συνθήκης Συμμαχίας μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας και Τουρκίας στις 19 Οκτωβρίου 1939, η οποία προέβλεπε κατά κύριο λόγο ότι η Βρετανία και η Γαλλία θα παρείχαν κάθε βοήθεια στην Τουρκία στην περίπτωση που η τελευταία δεχόταν επίθεση από μία ευρωπαϊκή δύναμη, ακόμη κι αν αυτή έφθανε μέχρι τα σύνορά της με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία χωρίς καν να παραβιάσει το τουρκικό έδαφος. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί και η ύπαρξη ενός άρθρου στην εν λόγω Συνθήκη σύμφωνα με το οποίο η Τουρκία θα απαλλασσόταν από οποιαδήποτε επιχείρηση εναντίον της ΕΣΣΔ. Από την πλευρά της, η Τουρκία θα αναλάμβανε την υποχρέωση να συνδράμει τους συμμάχους της αλλά μόνο στην περίπτωση που οι επιχειρήσεις θα διεξάγονταν στη Μεσόγειο και όχι στο Δυτικοευρωπαϊκό μέτωπο. Παράλληλα, όμως, στη Συνθήκη αυτή οριζόταν και η πίστωση 25.000.000 λιρών σε πολεμικό υλικό και ένα δάνειο ύψους 15.000.000 λιρών σε χρυσό προς την Τουρκία, η οποία με τη σειρά της θα εξοφλούσε το δάνειο αυτό με γεωργικά προϊόντα και την παράδοση τεράστιων ποσοτήτων καπνών στη Βρετανία, ένας όρος της Συνθήκης που η Βρετανία δέχθηκε με απροθυμία. Μάλιστα, ολόκληρη η συμφωνία αυτή θα καθίστατο μη εκτελεστή μέχρι τη στιγμή που θα παραδίδονταν στην Τουρκία το πολεμικό υλικό και η χρηματική βοήθεια. 

Παρ’ όλα αυτά, η Τουρκία υπαναχώρησε από τις συμβατικές της δεσμεύσεις δύο φορές. Τόσο κατά την κήρυξη πολέμου από την Ιταλία κατά της Βρετανίας και της Γαλλίας στις 10 Ιουνίου 1940 όσο και κατά της Ελλάδας στις 28 Οκτωβρίου 1940, η Τουρκία επέλεξε να παραμείνει ουδέτερη. Μάλιστα, ακριβώς μετά την ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας, η Τουρκία δεν έχασε την ευκαιρία να διαπραγματευθεί με τη Βρετανία την είσοδό της στον πόλεμο ζητώντας ανταλλάγματα σε Δωδεκάνησα, Κύπρο και βουλγαρική Θράκη. Λίγο μετά, βέβαια, ο τότε Τούρκος Πρόεδρος Ισμέτ Ινονού δεν δίστασε να προχωρήσει σε συζητήσεις και με τον Γερμανό πρέσβη στην Άγκυρα Φραντς φον Πάπεν αναφορικά με τη Βαλκανική Χερσόνησο, έτσι ώστε να ικανοποιηθούν οι τουρκικές βλέψεις στην Αλβανία σε περίπτωση νίκης της Γερμανίας στον πόλεμο και οριστικής αποχώρησης της Ιταλίας από τα αλβανικά εδάφη. 

Ακόμη, λίγους μήνες μετά, στις 17 Φεβρουαρίου 1941, Τουρκία και Βουλγαρία υπέγραψαν δήλωση τουρκοβουλγαρικής φιλίας στην Άγκυρα. Αξίζει δε να επισημανθεί ότι η Βουλγαρία την 1η Μαρτίου 1941 προσχώρησε στο Τριπλούν Σύμφωνο βάσει του οποίου κατέστη επισήμως σύμμαχος των Δυνάμεων του Άξονα.

Εν συνεχεία, ακολούθησε η επίθεση του γερμανικού στρατού εναντίον της Ελλάδας σε όλο το μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων στις 6 Απριλίου 1941 κατά την οποία η Τουρκία παραβίασε έτι μία φορά τις δεσμεύσεις βάσει της Τριμερούς Συνθήκης Συμμαχίας που είχε υπογράψει με τη Βρετανία και τη Γαλλία διατηρώντας την ουδετερότητά της. Κατόπιν, η ουδετερότητα αυτή πήρε και τη μορφή ενός Συμφώνου Φιλίας δεκαετούς διάρκειας που υπεγράφη μεταξύ Τουρκίας και Γερμανίας στις 18 Ιουνίου 1941.

Σημειωτέον, έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι λίγο μετά την κατάληψη των ελληνικών εδαφών από τα γερμανικά στρατεύματα διεξάγονταν παρασκηνιακές συζητήσεις μεταξύ Τουρκίας και Βρετανίας, η οποία ερήμην της ελληνικής κυβέρνησης και χωρίς κανενός είδους δισταγμό διαπραγματευόταν την κατάληψη των ανατολικών νησιών της Ελλάδας -της μόνης συμμαχικής χώρας που είχε αντιμετωπίσει με σθένος τις δυνάμεις του Άξονα- από τους Τούρκους αντί των Γερμανών (!). 

Μετέπειτα, και έως το τέλος του πολέμου, τέθηκε πολλάκις από την τουρκική πλευρά η κυριαρχία επί πολλών νησιών του Αιγαίου. Αναλυτικότερα, το 1941 η Τουρκία δεν δίστασε να προτείνει την εγκαθίδρυση ενός αυτόνομου καθεστώτος στα Δωδεκάνησα, ενώ υποστήριζε μετ’ επιτάσεως ότι ορισμένα νησιά θα έπρεπε να τεθούν υπό τουρκική κυριαρχία λόγω της εγγύτητάς τους με τα μικρασιατικά παράλια. Την ίδια χρονιά, μάλιστα, η ΕΣΣΔ ζήτησε από τη Βρετανία να δοθούν εδαφικά ανταλλάγματα στην Τουρκία ως επιβράβευση για την μέχρι τότε στάση της, μια πρόταση που απορρίφθηκε ασυζητητί από την πλευρά των Βρετανών ως υπερβολική. Παρόμοιες προτάσεις, ιδίως για τα νησιά που βρίσκονται κοντά στις μικρασιατικές ακτές, τέθηκαν από την τουρκική πλευρά και τα έτη 1942 και 1943, ενώ μετά των πτώση του Μπενίτο Μουσολίνι τον Ιούλιο του 1943, η Τουρκία ζήτησε και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές την παράδοση των Δωδεκανήσων από την Ιταλία, ένα ζήτημα για το οποίο η Γερμανία δεν επιθυμούσε να πάρει θέση και η Βρετανία αρνήθηκε κατηγορηματικά τη συγκατάθεσή της.

Το 1942 η Τουρκία, ούσα περιζήτητη ως σύμμαχος, δεχόταν πιέσεις και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές για να εισέλθει στον πόλεμο. Η τουρκική ηγεσία, θέλοντας να διατηρήσει την ουδέτερη στάση της, συνεργαζόταν απροκάλυπτα με αμφότερες τις πλευρές. Συγκεκριμένα, τροφοδοτούσε τη ναζιστική Γερμανία με μέταλλα και χρώμιο για την κατασκευή όπλων αλλά και με πολύτιμες πληροφορίες, ενώ δεν δίστασε να συνάψει δάνειο 100.000.000 μάρκων για την αγορά όπλων από τους Γερμανούς, τη στιγμή που θεωρητικά βρισκόταν σε ισχύ και η Τριμερής Συνθήκη Συμμαχίας μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας και Τουρκίας του 1939. 

Γενικότερα, όσο το πολεμικό τοπίο ήταν ακόμη θολό και η έκβαση του πολέμου αβέβαιη, η Τουρκία προσπαθούσε να παραμείνει ουδέτερη εν αναμονή των εξελίξεων και να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη είτε με τη μορφή εδαφικών ανταλλαγμάτων εις βάρος άλλων χωρών για την ενεργό συμμετοχή της στον πόλεμο (λ.χ. σε Βόρεια Συρία, Βουλγαρία, Ιράκ, Υπερκαυκασία, Κύπρο, Αιγαίο, Δωδεκάνησα, και κυρίως στο Καστελλόριζο, για το οποίο διατύπωνε τα ίδια επιχειρήματα που διατυπώνει και σήμερα) είτε με τη μορφή σύγχρονου πολεμικού εξοπλισμού. Την άνοιξη του 1942, μάλιστα, η Τουρκία πρότεινε τη μεσολάβησή της για την υπογραφή συνθήκης για τον τερματισμό του πολέμου, μια πρόταση που ωστόσο απορρίφθηκε από τους Βρετανούς. 

Η ανήθικη αυτή πολιτική της Τουρκίας είχε γίνει προφανώς αντιληπτή τόσο από τους Συμμάχους όσο και από τους Γερμανούς, γεγονός που είχε εξοργίσει και τις δύο πλευρές. Έτσι, ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ουίστον Τσόρτσιλ έδωσε τελεσίγραφο στην Τουρκία να εισέλθει στον πόλεμο έως την 15η Φεβρουαρίου 1944, μια δήλωση για την οποία οι Γερμανοί ενημερώθηκαν αμέσως από την τουρκική πλευρά και προειδοποίησαν με τη σειρά τους ότι η παράδοση και μόνο των τουρκικών αεροδρομίων στους Συμμάχους θα αποτελούσε κήρυξη πολέμου εναντίον του Γ’ Ράιχ. Στο άκουσμα αυτό, η Τουρκία ζήτησε από τη Βρετανία ένα τεράστιο πακέτο πολεμικού εξοπλισμού, γεγονός που προκάλεσε την οργή της τελευταίας. Η Τουρκία συνέχισε να κωλυσιεργεί με σκοπό την εξοικονόμηση χρόνου, και μόνο όταν πια η ζυγαριά μετρούσε ξεκάθαρα υπέρ των Συμμάχων και αφού είχε προηγηθεί και η Διάσκεψη της Γιάλτας στις 4 Φεβρουαρίου 1945, κήρυξε τον πόλεμο στις δυνάμεις του Άξονα στις 23 Φεβρουαρίου 1945(!) και στις 27 του ίδιου μήνα υπέγραψε τη διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών. Η κίνησή της αυτή διασφάλισε τη θέση της στο μεταπολεμικό σκηνικό. Συγκεκριμένα, λόγω του στρατιωτικού επανεξοπλισμού της Βουλγαρίας, της δημιουργίας στρατού του Αζερμπαϊτζάν που βρισκόταν υπό σοβιετική επιρροή, της παρουσίας στρατιωτικών δυνάμεων στα σύνορά της και λεκτικών επιθέσεων εκ μέρους της ΕΣΣΔ εναντίον της, σε συνδυασμό με την απουσία εγγυήσεων στην περιοχή από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, η Τουρκία έπρεπε με κάθε τρόπο να ενισχύσει τον στρατό της, ώστε να βρίσκεται σε πολεμική ετοιμότητα. Κάτι τέτοιο, όμως, ήταν αδύνατο δεδομένης της όχι και τόσο εύρωστης οικονομίας της, παρά το γεγονός ότι η τουρκική οικονομία δεν βρισκόταν σε τόσο δεινή κατάσταση, όσο οι οικονομίες των κρατών που είχαν ενεργό συμμετοχή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, η Τουρκία κατάφερε να επωφεληθεί οικονομικά μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ παρά την ουδέτερη στάση της κατά τη διάρκεια του πολέμου. Συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ αντιλαμβανόμενες τη σημαντική γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας για την ανάσχεση της σοβιετική επιρροής και εκτιμώντας τις τότε συνθήκες, πρόσφεραν στο τουρκικό κράτος οικονομική ενίσχυση ύψους 100.000.000 δολαρίων, ενώ αντίστοιχα η Ελλάδα εισέπραξε ποσό ύψους 300.000.000 δολαρίων.

Κρίνοντας από το παρόν, η επιτήδεια αυτή στάση της Τουρκίας δεν άλλαξε στο πέρασμα του χρόνου. Η τουρκική εξωτερική πολιτική είχε ανέκαθεν και εξακολουθεί να έχει χαρακτηριστικά ανατολίτικου "παζαριού". Η Τουρκία σήμερα, επιχειρώντας να καταστεί μεγάλη περιφερειακή δύναμη της Ανατολικής Μεσογείου και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, έχει εμπλακεί στον πόλεμο της Συρίας, στις εσωτερικές υποθέσεις της Λιβύης -έχοντας μάλιστα υπογράψει το ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο-, ενώ όσον αφορά στον πρόσφατο ρωσοουκρανικό πόλεμο "νίπτει τας χείρας της" κρατώντας για άλλη μία φορά ίσες αποστάσεις. Από τη μία προμηθεύει την Ουκρανία με τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar B-2, και από την άλλη συνεχίζει να διατηρεί τον εναέριο χώρο της ανοιχτό στα ρωσικά αεροσκάφη και αποφεύγει να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία, με την οποία έχει συσφίξει τις σχέσεις της σε μεγάλο βαθμό και σε πολλαπλά επίπεδα. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι αποτελεί μέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, κάτι που την καθιστά προφανέστατα αναξιόπιστη σύμμαχο. Αξίζει, μάλιστα, να επισημανθεί η προθυμία που επέδειξε - και σε αυτή την περίπτωση - να μεσολαβήσει για την επίτευξη εκεχειρίας, μια μεσολάβηση χωρίς αποτέλεσμα. Δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι, αν και μέλος του ΝΑΤΟ, έχει προμηθευτεί το ρωσικό πυραυλικό σύστημα S-400, ενώ παράλληλα δεν διστάζει να ζητά από τις ΗΠΑ μαχητικά αεροσκάφη F-16, αλλά και να θέτει σε κίνδυνο τη συνοχή της Συμμαχίας απειλώντας διαρκώς και με κάθε τρόπο την Ελλάδα, να προβάλλει βέτο στην είσοδο της Φινλανδίας και της Σουηδίας στους κόλπους της Συμμαχίας, θέτοντας τους εκβιαστικούς της όρους περί έκδοσης "τρομοκρατών" στο τουρκικό κράτος.

Συμπερασματικά, η καιροσκοπική τακτική της Τουρκίας στον χειρισμό των εξωτερικών υποθέσεων αποτελεί σταθερά όλων των κυβερνήσεών της: άνοιγμα πολλαπλών μετώπων για να έχει λόγο σε αυτά και προσπάθεια να καρπωθεί όσα το δυνατόν περισσότερα οφέλη με όσο το δυνατόν μικρότερη ζημία βάσει των εξελίξεων στο εκάστοτε μέτωπο. Πίσω από τη διατήρηση αυτής της ωφελιμιστικής στάσης, η Τουρκία προσδοκά την αναβίωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας (νεοθωμανισμός), τόσο ως προς την εδαφική της υπόσταση μέσα από εδαφικές διεκδικήσεις εις βάρος τρίτων χωρών που στο παρελθόν αποτελούσαν οθωμανικά εδάφη, όσο και με τη θέση της ως βασικού ρυθμιστή των διεθνών εξελίξεων. Τέλος, η Τουρκία ως ένας διαχρονικά «επιτήδειος ουδέτερος» πατά και σήμερα ταυτόχρονα σε δύο βάρκες (Δύση-Ανατολή), έχοντας την ψευδαίσθηση ότι θα ισορροπεί για πάντα χωρίς να χρειαστεί να διαλέξει στρατόπεδο. Όμως, για πόσο ακόμη;

(1) Weber F., Ο Επιτήδειος Ουδέτερος, μτφ. Εύη Νάντσου, Εκδόσεις: ΘΕΤΙΛΗ, 6η έκδοση, σελ. 77

Πηγή φωτογραφίας: armynow.gr