Ελλάδα, Δημογραφικές εξελίξεις  και προοπτικές

Ελλάδα, Δημογραφικές εξελίξεις και προοπτικές

Άρθρο του Δρ. Βύρων Κοτζαμάνη
(Δ/τη Ερευνών-Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών  ΙΔΕΜ) https://indemography.gr   mail. bkotz@uth.gr, bkotzama@gmail.com

Ο πληθυσμός της Ελλάδας στην μεταπολεμική περίοδο έχει αυξηθεί από 7,6 εκατομ. το 1951 στα 10,4 το 2023 και παράλληλα γηράσκει προοδευτικά (μέση ηλικία 30,2 έτη το 1951, 45,2 έτη το 2023, ήτοι +15,0 έτη, διάμεσος ηλικία αντίστοιχα 26 και 46,5 έτη, ήτοι + 205 έτη). Στην ίδια περίοδο ο πληθυσμός μας: ι) έχει περιορίσει τη γονιμότητα του και αυξήσει κατά 15 έτη περίπου τον μέσο προσδόκιμο χρόνο ζωής του στη γέννηση -από τα 63,4 το 1951 στα 97,3 έτη το 2023 για τους άνδρες και από τα 66,75 το 1951, στα 84,3 έτη αντίστοιχα για τις γυναίκες (εξ ου και η προοδευτική του γήρανση), ιι) έχει αστικοποιηθεί (80% σχεδόν του συνόλου κατοικεί πλέον σε αστικές περιοχές και έχει συγκεντρωθεί σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα (ένας στους δύο στο 2% της συνολικής επιφάνειας της χώρας με τη δημιουργία δύο μεγάλων μητροπολιτικών περιοχών της (Αθήνας και της Θεσσαλονίκης), ιιι) από σχετικά «εθνικά ομοιογενής» μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (οι μη έχοντες την ελληνική υπηκοότητα το 1951 ήταν λίγες χιλιάδες) συμπεριλαμβάνει σήμερα περίπου 900.00 αλλοδαπούς, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων προέρχεται από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Εξετάζοντας ειδικότερα την μεταβολή του ανά δεκαετείς περιόδους διαπιστώνουμε ότι ο πληθυσμός της χώρας μας γνώρισε την μεγαλύτερή του αύξηση τις δεκαετίες 1951-1961 και 1971-1981 (+ 9,6%, +733.0 χιλ. και 9,9%, +874.0 χιλ. αντίστοιχα), ενώ την ασθενέστερη στις περιόδους 1961-1971, 1981-1991, 1991-2001, 2001-2011 (αύξηση αντίστοιχα κατά 5,4%,+449.2 χιλ., 6,1%, +586.7χιλ. , 5,5%, +563.3 χιλ. και 2,7%, μόλις +287.4 χιλ., αντίστοιχα). Από το 2011 όμως και μετά μειώνεται σταθερά καθώς τόσο το φυσικό όσο και το μεταναστευτικό ισοζύγιο είναι αρνητικά.
Αν εξετάσουμε αναλυτικότερα πως εξελίχθηκε ο πληθυσμός μας και οι βασικές δημογραφικές συνιστώσες που προσδιορίζουν το μέγεθος και την δομή του στη μεταπολεμική περίοδο, δυνάμεθα να διακρίνουμε σχηματικά τέσσερεις υποπεριόδους, άνισης χρονικής διάρκειας (1).
Η πρώτη, η οποία έχει ως σημείο εκκίνησης το τέλος του εμφυλίου και διαρκεί περίπου μία τριακονταετία, χαρακτηρίζεται από υψηλή μετανάστευση προς το εξωτερικό, έντονη κινητικότητα στο εσωτερικό (από την οποία επωφελείται, κυρίως, η πρωτεύουσα και δευτερευόντως μόνον η Θεσσαλονίκη και οι άλλες μεγάλες πόλεις-πρωτεύουσες των νομών), καθώς και υψηλά θετικά φυσικά ισοζύγια που οφείλονται, κυρίως, στο ότι οι γεννήσεις υπερκαλύπτουν τους θανάτους παρόλο που αυτοί αυξάνονται σταθερά εξαιτίας της προοδευτικής γήρανσης, της αύξησης δηλ. του ειδικού βάρους των ηλικιωμένων στο συνολικό πληθυσμό (ενδεικτικά το 1951 οι γεννήσεις υπερέβαιναν τις 150 χιλ., οι δε θάνατοι ήταν λιγότεροι από 65 χιλ., ενώ το 1979 οι πρώτες ανέρχονται σε 148 χιλ. και οι δεύτεροι υπερβαίνουν τις 82 χιλ.). Η όποια αύξηση του πληθυσμού κατά την περίοδο αυτή (+2 εκατομ. περίπου) οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι το αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο υπερκαλύπτεται από το θετικότατο φυσικό ισοζύγιο (γεννήσεις μείον θάνατοι).
Η δεύτερη περίοδος, είναι μικρότερης διάρκειας. Ξεκινά από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και διαρκεί μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Αυτή χαρακτηρίζεται από την ταχύτατη συρρίκνωση των γεννήσεων (από 2,979 εκατομ. το 1961-80 σε 2,205 το 1981-2000, ήτοι μείωση κατά 766 χιλ. και κατά 35%), την απρόσκοπτη αύξηση των θανάτων (από 82.000 στις 94.000), την ανακοπή της εξωτερικής μετανάστευσης, την επιστροφή ενός τμήματος των μεταναστών που έφυγαν τις προηγούμενες δεκαετίες καθώς και την έντονη κινητικότητα στο εσωτερικό της χώρας (εσωτερική μετανάστευση). Η αύξηση του πληθυσμού την δεκαετία αυτή (+0,5 εκατομ.) οφείλεται, κυρίως, στο θετικό, αν και προοδευτικά συρρικνούμενο, ισοζύγιο γεννήσεων/θανάτων και δευτερευόντως μόνον στο μεταναστευτικό ισοζύγιο που από αρνητικό κατά την προηγούμενη περίοδο μεταβάλλεται πλέον σε θετικό.
Κατά την τρίτη περίοδο, η πτώση των γεννήσεων ανακόπτεται προσωρινά (οι γεννήσεις σταθεροποιούνται γύρω από τις 100 χιλιάδες την δεκαετία του 1990 και στη συνέχεια αυξάνονται τις 118 χιλ. την διετία 2008-09 ως επίπτωση της ωρίμανσης του ημερολογίου της τεκνοποίησης. Οι γεννήσεις της δεκαετίας 2001-2010 είναι αυξημένες κατά 8% σε σχέση με αυτές της δεκαετίας 1991-2000) ενώ οι θάνατοι συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία απρόσκοπτα, με αποτέλεσμα το φυσικό ισοζύγιο να αφήνει ένα μικρό μόνον θετικό πλεόνασμα (λιγότερο από 80.000). Η εσωτερική μετανάστευση επιβραδύνεται (και κατευθύνεται, κυρίως, προς τη Θεσσαλονίκη και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα) και ταυτόχρονα η χώρα μετατρέπεται σε χώρα εσόδου οικονομικών μεταναστών καθώς ο αριθμός των αλλοδαπών υπερ-τριπλασιαζεται , ενώ αλλάζει ριζικά και η σύνθεση του, καθώς το ειδικό βάρος των προερχόμενων από τις πλέον ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη μας μειώνεται σημαντικά. Στη μαζική αυτή προσέλκυση αλλοδαπών αποδίδεται έτσι σχεδόν αποκλειστικά η αύξηση (+1,2 εκατομ.) του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας την εικοσαετία αυτή.
Η τέταρτη περίοδος έχει ως σημείο εκκίνησης τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 2010. Τα βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής που χαρακτηρίζεται από την συνεχή μείωση του πληθυσμού είναι: η εκ νέου μείωση των γεννήσεων τους και η συνεχής αύξηση των θανάτων λόγω της γήρανσης (με αποτέλεσμα την εμφάνιση πλέον αυξανόμενων αρνητικών φυσικών ισοζυγίων), η ανατροπή των θετικών μεταναστευτικών ισοζυγίων (ως και της φοράς των εσωτερικών μετακινήσεων). Ειδικότερα την περίοδο αυτή : i) τμήμα των εγκατεστημένων τις δυο προηγούμενες δεκαετίες αλλοδαπών-οικονομικών μεταναστών προερχομένων κυρίως από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες -καθώς και των παιδιών τους -έχει εγκαταλείψει τη χώρα μας, ii) αν και συνεχίσθηκαν και εντάθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 2010 οι εισροές στη χώρα μας που αποτελεί μια από τις κύριες πύλες εισόδου στην Ε.Ε αλλοδαπών από τις ευρισκόμενες σε κρίση λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη ένα πολύ μικρό τμήμα τους διαμένει σε αυτή σήμερα, iii) ένα σημαντικό τμήμα των χωρίς άδεια παραμονής εισελθόντων και διαμενόντων στην Ελλάδα πριν από την ανάδυση της προσφυγικής κρίσης, εγκατέλειψε τη χώρα μας το 2015-2016 μέχρι το κλείσιμο του «βαλκανικού διαδρόμου» iv) ένα νέο κύμα μετανάστευσης Ελλήνων προς το εξωτερικό αναδύθηκε και συνεχίζεται με σχετικά υψηλή συμμετοχή σε αυτό όχι μόνον αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και ατόμων με μεσαίες δεξιότητες η /και κάποια μεταναστευτική -άμεση η έμμεση- εμπειρία (δεύτερη η τρίτη γενεά μελών νοικοκυριών, νοικοκυριών που είχαν μεταναστεύσει στο παρελθόν σε κάποια ευρωπαϊκή συνήθως χώρας και επέστρεψαν τις προηγούμενες δεκαετίες στην Ελλάδα), vi) ανακόπτεται η τάση μετακίνησης προς τα μεγάλα αστικά κέντρα και αναδύεται πολύ δειλά μια τάση επιστροφής των εσωτερικών μεταναστών των προηγούμενων δεκαετιών στις περιοχές προέλευσης τους.
Οι προαναφερθείσες εξελίξεις των εβδομήντα και πλέον τελευταίων ετών είχαν ως αποτέλεσμα την σημαντική αλλαγή των πληθυσμιακών πυραμίδων (Εικ.1), την εξαιρετικά άνιση κατανομή του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο και ταυτόχρονα την αλλαγή της σύνθεσής του, με τους αλλοδαπούς να αποτελούν πλέον σχεδόν το 9% του συνολικού πληθυσμού.
Εικ.1 Γράφημα. Ελλάδα, πληθυσμιακές πυραμίδες 1951 και 2023 (πενταετείς ηλικιακές ομάδες, %)

Η μετά το 2010 ειδικότερα περίοδος χαρακτηρίζεται και από μια σειρά «ρήξεων» που διαφοροποιούνται σημαντικά αυτών των προτέρων δεκαετιών (προσφυγική (2), επιδημιολογική (3) και οικονομική κρίση (4)) . Οι κρίσεις αυτές επηρέασαν εκτός από τα μεταναστευτικά ισοζύγια, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και τις άλλες δημογραφικές συνιστώσες. Ειδικότερα είχαμε:
Μια υπερβάλλουσα θνησιμότητα καθώς και μια κατάρρευση των γάμων την περίοδο του COVID Ταυτόχρονα, η κρίση του δημόσιου συστήματος υγείας και η μείωση των εισοδημάτων ευρύτατου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού είχαν και θα συνεχίσουν να έχουν και επιπτώσεις στην υγεία του και στη μακροζωία του (επιβράδυνση των κερδών των προσδόκιμων ζωής).
Την φυγή στο εξωτερικό νέων 25-44 ετών, φυγή που επιτάχυνε την οφειλόμενη στις μειωμένες γεννήσεις των δεκαετιών του ’80 και του ’90 συρρίκνωση του πλήθους των ατόμων αναπαραγωγικής ηλικίας. Αυτό επηρέασε αρνητικά τις γεννήσεις της τελευταίας δεκαπενταετίας – και θα συνεχίσει να τις επηρεάζει και τις αμέσως επόμενες δεκαετίες ακόμη και αν το μεταναστευτικό ισοζύγιο στις ηλικίες αυτές από – μεταβληθεί σε ουδέτερο.
Την αναβολή τμήματος των γεννήσεων και την άκρως περιορισμένη αναπλήρωσή τους στη συνέχεια, με αποτέλεσμα αφενός μεν την μικρή επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης μέσης ηλικίας των γυναικών στην τεκνοποίηση, αφετέρου δε την ενίσχυση των πτωτικών τάσεων της γεννητικότητας και την διατήρηση των ετήσιων δεικτών σε χαμηλότερα του 1,4 παιδιά /γυναίκα. Οφείλουμε όμως ταυτόχρονα να σημειώσουμε ότι οι προαναφερθείσες κρίσεις δεν φέρουν την κυρία ευθύνη για τα χαμηλά επίπεδα των ετήσιων δεικτών γονιμότητας και την εκ νέου πρόσφατη κατάρρευση των γεννήσεων (5) . Στη χώρα μας η πορεία της διαγενεακής γονιμότητας που αποτυπώνεται και στην πορεία των ετήσιων δεικτών είναι φθίνουσα καθώς οι γυναίκες των διαδοχικών γενεών που γεννηθήκαν μετά το 1930 αποκτούν όλο και λίγο λιγότερα παιδιά (η Ελλάδα δεν γνώρισε το baby-boom άλλων ευρωπαϊκών χωρών), ενώ αυτές που γεννηθήκαν από τον μεσοπόλεμο και μετά δεν εξασφαλίζουν πλέον την αναπαραγωγή τους (η κάθε μητέρα δηλαδή δεν αντικαθίσταται λαμβάνοντας υπόψη και τις υφιστάμενες συνθήκες θνησιμότητας, από μία κόρη). Στον εκ νέου περιορισμό των γεννήσεων μετα το 2010 (114,5 χιλ. το 2010 και λιγότερες από 70 χιλ. το 2024) εν μέρει μόνον συνέβαλε η επιδείνωση των μετα το 2010 γενικότερων συνθήκων. Συνέβαλε καθοριστικά η υπαρξη ενός μη ευνοϊκού περιβάλλοντος για την δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση του επιθυμητού αριθμού παιδιών από τα νεότερα ζευγάρια αλλά και η σημαντική μείωση του πλήθους των γυναικών 25-39 ετών (οι γυναίκες των ηλικιών αυτών μειώθηκαν κατά 30% ανάμεσα στο 2010 και το 2024). Ταυτόχρονα, η τάση αύξησης της ατεκνίας (η αύξηση δηλαδή του ποσοστού των γυναικών στις γενεές που γεννήθηκαν μετά το 1965 που δεν έκαναν παιδί) συνεχίζεται ενώ η συρρίκνωση των πολύτεκνων οικογενειών που έχει ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες δεν έχει ανακοπεί. Τα προαναφερθέντα, θα έχουν πιθανότατα ως αποτέλεσμα, αν δεν αναστραφεί σύντομα το υπάρχον μη ευνοϊκό περιβάλλον, το ακόμη μεγαλύτερο «άνοιγμα» ανάμεσα στο όριο αναπαραγωγής (2,05 παιδιά/γυναίκα) και τον αριθμό των παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο οι νεότερες γενεές ενώ η μη ανακοπή των ρυθμών αύξησης της της μέσης ηλικίας στην απόκτησή τους θα οδηγήσει στην περεταίρω συρρίκνωση τόσο του διατιθέμενου αναπαραγωγικού «χρόνου» όσο και της βιολογικής ικανότητας σύλληψης, επιπτώσεις των οποίων εν μέρει μόνον μπορούν να αμβλυνθούν από την υποβοηθουμένη αναπαραγωγή.
Ο προβληματισμός μας όσον αφορά το «δημογραφικό» δεν περιορίζεται φυσικά μόνο στο παρόν, καθώς οι πρόσφατες προβολές πληθυσμού για την Ελλάδα (Ην. Έθνη, 2024 και Eurostat, 2023) αφήνουν να διαφανεί ότι:
1) Η αύξηση των θανάτων και η μείωση των γεννήσεων δεν είναι δυνατόν να ανατραπούν μεσοπρόθεσμα, με αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση του πληθυσμού μας. Το έλλειμα γεννήσεων έναντι των θανάτων αναμένεται να κυμανθεί από τα 1,4 εκατομ. (δυσμενές σενάριο) έως 1,15 εκατομμύρια (ευνοϊκότατο, αν ληφθούν μέτρα για την δημιουργία ενός ευνοϊκότερου περιβάλλοντος για την απόκτηση παιδιών, καθώς και μέτρα για τη μείωση της θνησιμότητας στους 60+). Αυτή θα είναι και η αναμενόμενη μείωση του πληθυσμού μας σε αδρές γραμμές ανάμεσα στο 2025 και το 2050, εάν η μεταναστευτική ζυγαριά είναι μηδενική. Όσον αφορά τη μείωση των 20-64 ετών, σε ένα ενδιάμεσο σενάριο, με δεδομένη την αύξηση των >65 ετών κατά 700 χιλ. περίπου, αυτή θα κυμανθεί γύρω από τα 1,5 -1,7 εκατομ.
2) Αν δημιουργηθεί ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό περιβάλλον για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση παιδιών, θα περιορισθούν απλώς τα αρνητικά φυσικά ισοζύγια, χωρίς ωστόσο αυτά να μετατραπούν από αρνητικά σε θετικά,
3) Η γήρανση δεν πρόκειται να ανακοπεί, μπορεί μόνο να επιβραδυνθεί,
4) Η υπερ-συγκέντρωση του πληθυσμού δεν πρόκειται να μεταβληθεί αν δεν υπάρξει μια εθνική στρατηγική για την περιφερειακή ανάπτυξη, και τέλος,
5) Το πόσο θα μειωθεί ο συνολικός πληθυσμός μας σε σχέση με σήμερα θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη μεταναστευτική ζυγαριά (είσοδοι-έξοδοι από τη χώρα μας).
Ειδικότερα όσον αφορά τις γεννήσεις και τη γονιμότητα των γενεών (τον αριθμό δηλ. των παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο τα ζευγάρια που έχουν γεννηθεί μετά το 1990), τίθεται όλο και με μεγαλύτερη έμφαση το ερώτημα αν είναι δυνατόν να αυξηθούν. Η απάντηση είναι σαφής. Αν η αύξηση του μέσου αριθμού παιδιών που θα αποκτήσουν οι νεότερες γενεές τις αμέσως επόμενες δεκαετίες είναι εφικτή υπό όρους, η επιστροφή των γεννήσεων στα επίπεδα της δεκαετίας 2011-2020 (92 χιλ. ετησίως κατά μέσο όρο) είναι ανέφικτη τις αμεσως επομενεες δεακετίερς, καθώς ο πληθυσμός των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία, ακόμη και αν το μεταναστευτικό ισοζύγιο της χώρας μας από αρνητικό μετατραπεί σε ελαφρώς θετικό, θα μειώνεται συνεχώς μέχρι το 2050. Για να μπορέσουμε όμως να έχουμε, την επόμενη 25ετία, όχι 92 χιλ. γεννήσεις όπως το 2011-2020 αλλά λίγο λιγότερες από 75 χιλ./ετησίως (το 2024 οι γεννήσεις αναμένεται να ανέλθουν στις 69 χιλ.), θα πρέπει να έχουμε: ι) μια προοδευτική αύξηση του αριθμού των παιδιών που θα κάνουν οι νεότερες γενεές (από 1,45 παιδιά/γυναίκα όσες γεννήθηκαν γύρω από το 1985 σε 1,70-1,75 όσες έχουν γεννηθεί στα τέλη του 2010) και ιι) μια επιβράδυνση της μείωσης των 20-44 ετών χάρη σε ένα θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο.
Η αύξηση του αριθμού των παιδιών που θα κάνουν οι νεότερες γενεές προϋποθέτει τη δημιουργία ενός ευνοϊκότατου περιβάλλοντος που θα τους επιτρέψει να αποκτήσουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν, ενός περιβάλλοντος που δεν υπάρχει ακόμη στη χώρα μας. Υπενθυμίζουμε δε ότι η Ελλάδα εντάσσεται στην ομάδα εκείνη των ευρωπαϊκών χωρών που χαρακτηρίζονται τόσο από εξαιρετικά χαμηλούς ετήσιους δείκτες γονιμότητας μετά το 1985 (<1,5 παιδιά/γυναίκα), όσο και από χαμηλούς διαγενεακούς δείκτες στις μετά το 1967 γενεές (<1,7παιδιά/γυναίκα). Οι δείκτες αυτοί υπολείπονται έτσι πλέον σταθερά του ορίου αναπαραγωγής των γενεών (δηλαδή των 2,05 παιδιών/γυναίκα), ενώ ταυτόχρονα η χώρα μας χαρακτηρίζεται 1) από τη διεύρυνση του «χάσματος» (fertility gap) ανάμεσα στον αριθμό των παιδιών που αποκτούν και σε αυτόν που επιθυμούν οι γενεές που γεννήθηκαν μετά το 1960, και 2) και από ένα υψηλό ποσοστό ατεκνίας που εγγίζει το 25% στις νεότερες γενεές.
Ποια όμως είναι τα κυριότερα μέτρα που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη δημιουργία του προαναφερθέντος αναγκαίου ευνοϊκού περιβάλλοντος; Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να είναι επικεντρωμένα στο παιδί και την οικογένειά του ανεξάρτητα από τη μορφή της, και να στοχεύουν κυρίως:
– στη μείωση του (άμεσου ή έμμεσου) υψηλού οικονομικού κόστους που προκύπτει από τη γέννηση και το μεγάλωμα ενός παιδιού,
– στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή,
– στην ταχεία άρση των έμφυλων διακρίσεων, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό βίο,
– στη άμεση επίλυση του στεγαστικού προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι νέοι, μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος κοινωνικής ενοικιαζόμενης κατοικίας,
– στη μείωση της ανεργίας και την αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων των νεότερων γενεών,
– στην άρση του κλίματος αβεβαιότητας, και
– στη μερική -έστω- προστασία από κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσουν στο μέλλον…
Υπενθυμίζουμε, ταυτόχρονα, ότι:
– Όποια μέτρα και αν ληφθούν, δεν θα αλλάξουν τις υφιστάμενες συνθήκες άμεσα, αλλά σε ένα βάθος χρόνου.
– Όπως έχει δείξει και η διεθνής εμπειρία, οι επιδοματικές πολιτικές έχουν άκρως περιορισμένη εμβέλεια και δεν έχουν ιδιαίτερα αποτελέσματα, εάν δεν δημιουργείται ταυτόχρονα και ένα γενικότερο ευνοϊκό περιβάλλον για την οικογένεια και το παιδί.
– Σε όσες από τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο αριθμός των παιδιών που έφεραν στον κόσμο όσοι γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1945 και το 1985 δεν υπολείπεται σημαντικά του επιθυμητού αλλά βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτόν (κάνουν δηλ. κατά μέσο όρο 1,8-2,0 παιδιά/γυναίκα), αυτό δεν οφείλεται στη λήψη μέτρων με στόχο για την άμβλυνση του ατομικισμού και τον περιορισμό της ικανοποίησης προσωπικών επιδιώξεων στο πλαίσιο των υλιστικών κοινωνιών τους, αλλά στη δημιουργία του προαναφερθέντος ευνοϊκού περιβάλλοντος, λαμβάνοντας προσήκοντα μέτρα σε πλήθος τομέων.
– Οι δημόσιες πολιτικές μπορούν μεν να διευκολύνουν τα ζευγάρια να εκπληρώσουν την επιθυμία τους να αποκτήσουν ένα η περισσότερα παιδιά, αλλά πολύ δύσκολα μπορούν να μεταβάλουν την επιθυμία αυτή με την βοήθεια διευρυμένων επικοινωνιακών εκστρατειών.
Με βάση τα προαναφερθέντα, εάν τεθεί σαν στόχος τόσο η επιβράδυνση των ρυθμών της μείωσης του πληθυσμού όσο και η επιβράδυνση της γήρανσής του, επιβάλλεται ο συνδυασμός μέτρων που:
– θα δημιουργήσουν ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για την απόκτηση από τις νεότερες γενεές του αριθμού των παιδιών που επιθυμούν
– θα περιορίσουν τις αμέσως επόμενες δεκαετίες την αύξηση των θανάτων, και ταυτόχρονα θα επιτρέψουν στους μελλοντικούς ηλικιωμένους στη χώρα μας να έχουν μια υγιή και ενεργό γήρανση,
θα επιβραδύνουν σημαντικά τη μετανάστευση νέων παραγωγικών και αναπαραγωγικών ηλικιών, επιτρέποντας παράλληλα και την επιστροφή τμήματος αυτών που έχουν φύγει,
– θα επιτρέψουν την ενσωμάτωση και μόνιμη εγκατάσταση νέων αλλοδαπών στη χώρα μας,
– θα αναστρέψουν την υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού, δημιουργώντας ένα περιβάλλον που θα επιτρέψει 1)στους νέους να παραμείνουν στον τόπο γέννησής του και, σε όσους τον έχουν εγκαταλείψει και επιθυμούν, να επιστρέψουν σε αυτόν, και 2 ) σε όσους διαμένουν σε μεγάλα αστικά κέντρα και επιθυμούν να εγκατασταθούν στην περιφέρεια, να υλοποιήσουν την επιθυμία αυτή (εξ ου και η αναγκαιότητα χωροταξικού και περιφερειακού σχεδιασμού).


Υποσημειώσεις 
(1) Βλ. Β. Κοτζαμάνης, Δημογραφικές εξελίξεις και προκλήσεις, Έρευνες και Μελέτες, ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, Αθήνα, 2021, https://imegsevee.gr/wp-content/uploads/2021/03/kotzamanis-5.pdf & Δημογραφικές εξελίξεις και πληθυσμιακές ανακατατάξεις στην Ελλάδα (19ος αι. – έως σήμερα), σσ. 2-44, στο B. Κοτζαμάνης (επιμ.) Δημογραφικά προτάγματα, Βόλος, 2023. (https://x-demography.gr/DIRAP/PUBLICATIONS/xdemography-dimosieyseis-sxetika-me-to-programma-dimographika-protagmata-stin-ereyna-kai-praktiki-stin-ellada και Το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας, https://www.dianeosis.org/research/demography/.
(2) Την περίοδο 2006-2024, εισήλθαν παρατύπως στη χώρα μας πάνω από 2,0 εκατομ. αλλοδαπών (εκ των οποίων 50% σχεδόν το 2015-2016). Η κατανομή των εισερχομένων διαφοροποιείται σημαντικά στις δύο υπο-περιόδους. Στην πρώτη περίοδο (2006-10), οι προερχόμενοι από άλλη Ευρωπαϊκή χώρα (κυρίως την Αλβανία) αποτελούν το 50% σχεδόν των παρατύπως εισερχομένων, που στο μεγαλύτερο τμήμα τους είναι οικονομικοί μετανάστες, ενώ τη δεύτερη περίοδο (2011-23), οι υπήκοοι τριών μόνον χωρών  Συρίας, Ιράκ και Αφγανιστάν) αποτελούν την πλειοψηφία των εισερχομένων.
(3) Οι θάνατοι από 125 χιλ. το 2019 ανήλθαν στους 131 χιλ., 143 και 141 αντίστοιχα το 2020, 2021 και 2022 για να περιορισθούν σε  κάτω από 130 χιλ. τα δυο επόμενα έτη, ενώ τα προσδόκιμα ζωής το 2023 δεν ξεπέρασαν ακόμη αυτά του 2019.
(4) Υπενθυμίζουμε ότι το ΑΕΠ από 238 δις το 2009 συρρικνώθηκε σε 176 δις το 2015 και αντίστοιχα τα χρέη των ιδιωτών προς το δημόσιο από 35 ανήλθαν σε 88 δις, οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από 237,5 δις μειώθηκαν σε 123, 4 δις, το συνολικό ποσοστό ανεργίας από 9,6% ανήλθε στο 24,9% (485 χιλ. άνεργοι το 2009, 2 εκατομμύρια το 2015), το % των ατόμων με υλικές στερήσεις αυξήθηκε από 23 στο 40%, και η παιδική φτώχεια από 23,7% στο 26,6%.
(5) Οι γεννήσεις μειώθηκαν κατά 32% ανάμεσα στο 1980 και το 1999 ενώ οι ετήσιοι δείκτες γονιμότητας από 2,22 παιδιά/γυναίκα το 1980 στα 1,23 το 1999.


Ο Δρ. Βύρων Κοτζαμάνης είχε μετάσχει στην σχετική με το Δημογραφικό και Μεταναστευτικό Εσπερίδα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Έρευνας Θουκυδίδης στις 5 Μαΐου 2025 στην Μυτιλήνη Λέσβου (Αίθουσα Εκδηλώσεων Γενικής Γραμματείας Αιγαίου & Νησιωτικής Πολιτικής)