Κύπρος : Από το 1821 στην Απελευθερωτικό Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. (Μέρος Α’, 1821-1931)

Κύπρος : Από το 1821 στην Απελευθερωτικό Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. (Μέρος Α’, 1821-1931)

Την 1η Απριλίου 2025 συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια (1η Απριλίου 1975), από την έναρξη του Απελευθερωτικού Αγώνα του Ελληνισμού της Κύπρου με την Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών γνωστή και ως ΕΟΚΑ.
Ο Ελληνισμός της Κύπρου, έχοντας συνείδηση της εθνικής του καταγωγής του καθ΄ όλο το διάστημα αρχικά της Οθωμανικής Περιόδου Κατοχής και στην συνέχεια της Βρετανικής Περιόδου Κατοχής, έτρεφε τον μεγάλο πόθο της απελευθέρωσης της Μεγαλονήσου  και της ένωσης του με την Ελλάδα.
1) Η Περίοδος της Εθνεγερσίας του 1821
Εικόνα 1 (Η Φάλαγγα Κυπρίων. Πηγή : Αππελαίος – πατήστε εδώ)

Η αρχική εμπλοκή του Ελληνισμού της Κύπρου με την  Επανάσταση του 1821  συνίσταται στην συμμετοχή Ελλήνων της Κύπρου στην Φιλική Εταιρεία.  Ο Ελληνισμός της Κύπρου   προσέφερε σημαντική οικονομική και υλική ενίσχυση καθώς και ενίσχυση σε ανθρώπινο δυναμικό στον Αγώνα. Το 1818 ο Ηπειρώτης Δημήτριος Ύπατρος έφτασε στην Κύπρο και μύησε στη Φιλική Εταιρία τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τον Οκτώβριο του 1820 σε επιστολή του  προς τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό τον ευχαριστούσε για την γενναία συνεισφορά που του είχε υποσχεθεί. Στην εν λόγω επιστολή, υπό τον φόβο διαρροών προς τους Τούρκους, η συνεισφορά για την προετοιμασία του Αγώνα έλαβε την κωδική ονομασία  «συνεισφορά προς το Θερινό Σχολείο Πελοποννήσου». Μερικούς μήνες  πριν την κήρυξη της Επαναστάσεως στην Μολδοβλαχία του 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης απέστειλε στην Κύπρο τον Φιλικό Αντώνιο Πελοπίδα σε μια προσπάθεια συγκέντρωσης εισφορών υπέρ του Αγώνα.
Η υπόσχεση του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού προς τον Αλέξανδρο Υψηλάντη  έγινε πράξη  το 1821. Ο  Κωνσταντίνος Κανάρης  επισκέπτεται  με τα  πλοία του την Κύπρο, για να παραλάβει οικονομική και υλική ενίσχυση καθώς και εθελοντές.
Στην Φιλική Εταιρία μυήθηκαν επίσης πολλοί Έλληνες της Κύπρου που διέμεναν στο εξωτερικό, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες καθώς και σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις είναι αυτή  του  ανιψιού του Αρχιεπισκόπου Κύπρου  Κυπριανού, Νικόλαο Θησέα και του δάσκαλου Χαράλαμπου Μάλη.
Ο Νικόλαος Θησέας    μετέτρεψε το εμπορικό γραφείο, που διατηρούσε στη Μασσαλία, σε κέντρο συλλογής εφοδίων και στράτευσης Φιλελλήνων, πριν κατέλθει και ο ίδιος στην Πελοπόννησο, διαθέτοντας την τεράστια περιουσία του στον Αγώνα.
Ο  Χαράλαμπος Mάλης μυήθηκε στην Φιλική Εταιρία στην Κωνσταντινούπολη τον Oκτώβριο του 1819 από τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Δικαίο γνωστό και ως  Παπαφλέσσα. Σύμφωνα με το από 18-02-1822 έγγραφο του Παπαφλέσσα, ο Χαράλαμπος Μάλης τον συνόδευσε στην σύναξη των Φιλικών στο Ισμαήλιο της Μολδοβλαχίας όπου ελήφθη  η απόφαση για την κήρυξη της Επανάστασης το 1821. Μετά την εν λόγω σύναξη, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έδωσε εντολή στον Παπαφλέσσα και τον Μάλη να μεταβούν στην Πελοπόννησο τον Δεκέμβριο του 1820  για την προετοιμασία  του Αγώνα στην Πελοπόννησο.
Στην Επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες καταγράφεται συμμετοχή Ελλήνων της Κύπρου. Ο Αγγελής Μιχαήλ μαζί με μια ομάδα εθελοντών Ελλήνων της Κύπρου πολέμησαν μαζί με  τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στον Iερό Λόχο  στη µάχη του Δραγατσανίου της Βλαχίας, στις 19 Ιουνίου 1821. Έλληνες της Κύπρου συμμετείχαν στην τελευταία µάχη της Επαναστάσεως στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες   στη Μονή  του Σέκου, όπου  μαζί µε τον  Γεωργάκη Ολύμπιο έπεσε και ο αδελφός του Αγγελή, Ζήνων, τον Σεπτέμβριο του 1821. Μετά την αποτυχία του Κινήματος στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες τέσσερεις Έλληνες της Κύπρου, συνεργάτες του Αλέξανδρου Υψηλάντη διέφυγαν στην Ρωσία  όπου και τέθηκαν υπό περιορισμό πρόκειται για τους Zαχαρία Λεοντή, Φίλιππου Γεωργίου, Γιάννη Tσολάκη και Σάββα Nτιορτή
Στην Επανάσταση του 1821 στον Ελλαδικό χώρο έδρασε και η «Φάλαγγα των Κυπρίων». Η «Φάλαγγα των Κυπρίων»   με επικεφαλής τον στρατηγό Χατζηπέτρο. πολέμησε με ιδιαίτερη γενναιότητα στις μάχες που εκλήθη να συμμετάσχει είχε ξεχωριστή πολεμική σημαία (Εικόνα 2). Ενδεικτικό της προσφοράς τους στον Αγώνα και της γενναιότητας που επέδειξαν οι Φαλαγγίτες της «Φάλαγγας των Κυπρίων» είναι το γεγονός πως ο επικεφαλής της Στρατηγός Χατζηπέτρου κοιτάζοντας κάποια στιγμή τα παράσημα του είπε «Αυτά μου τα ‘δωκεν ο ηρωισμός και η παλικαριά των Κυπρίων Φαλαγγιτών».
Εικόνα 2 (Η Πολεμική Σημαία της Φάλαγγας Κυπρίων. Πηγή : Sigma Live – πατήστε εδώ)
Από ιστορικές πηγές καταγράφεται το γεγονός  ότι οι Έλληνες της Κύπρου κατά την διάρκεια του Αγώνα  μετείχαν σε μια σειρά κρίσιμων μαχών όπως  στην Τριπολιτσά, στα Δερβενάκια, στη Λειβαδιά, στην Αθήνα, στη Θήβα, στις Σπέτσες, στη Σάμο, στην Πάτρα, στο Άργος, στην Καλαμάτα, στην Κόρινθο, στο Μεσολόγγι, στο Φάληρο, στον Πειραιά, στην Κάρυστο, στο Χαϊδάρι, στη Ναύπακτο.  Κατά την διάρκεια του Αγώνα σε Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα συμμετείχαν περίπου 1.000 εθελοντές από την Κύπρο. Από του συμμετέχοντες οι 130 σκοτώθηκαν στην Μάχη των Αθηνών ενώ ,Έλληνες της  Κύπρου ήταν μεταξύ των νεκρών της εξόδου του Μεσολογγίου. Στην  Ιερά Πόλη του Μεσολογγίου υπάρχει ένα μνημείο αφιερωμένο στους Κύπριους πεσόντες (Εικόνα 3).
Εικόνα 3 (Ιερά Πόλης Μεσολογγίου, Μνημείο Πεσόντων Κυπρίων Αγωνιστών. Πηγή : Agrinio Press – πατήστε εδώ
Τα Γεγονότα της 9ης Ιουλίου 1821
Παρά την σημαντική παρουσία της Φιλικής Εταιρίας στην Μεγαλόνησο, τους σημαντικούς δεσμούς της με τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό και επιφανείς Έλληνες της Κύπρου, η Κύπρος δεν μετείχε άμεσα  στην Επανάσταση του 1821.
Στο Γενικό Σχέδιο της Φιλικής Εταιρίας η Κύπρος δεν περιλαμβάνονταν στις περιοχές όπου θα εκδηλώνονταν απελευθερωτικές ενέργειες. Στους σχεδιασμούς των φιλικών δεδομένης της ναυτικής αδυναμίας υποστηρίξεως σε εφόδια της Μεγαλονήσου, αυτή θα αποτελούσε Κέντρο Εφοδιασμού. Προς επίρρωση των προαναφερθέντων  στο άρθρο 15 του «Γενικόν Σχέδιον» της Φιλικής Εταιρίας υπάρχει αναφορά στη δέσμευση του τότε αρχιεπισκόπου Κύπρου, Κυπριανού, για συνεισφορά στον απελευθερωτικό αγώνα με χρήματα και με προμήθειες.
Το 1820 διορίζεται από τους Οθωμανούς  ως διοικητής της Κύπρου, ο γνωστός για το μίσος του προς τους Χριστιανούς  Κιουτσούκ Μεχμέτ. Η διαγωγή των κατοίκων της Κύπρου δημιούργησε την πεποίθηση στους ιθύνοντες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ότι, η Μεγαλόνησος δεν θα μετείχε σε ενδεχόμενα επαναστατικά κινήματα. Παρά τα ως άνω, ο Κιουτσούκ Μεχμέτ εξέφραζε την πεποίθηση ότι στην Κύπρο τα πράγματα ήταν επικίνδυνα και υποστήριζε την αναγκαιότητα λήψεως μέτρων.
Το 1821 τα δεδομένα αλλάζουν, ο αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Θησεύς (που αργότερα πολέμησε στην Επανάσταση) μοιράζοντας επαναστατικά φυλλάδια επιχείρησε να ξεσηκώσει τους κατοίκους της Λάρνακας. Η  κίνηση αυτή εξόργισε τους Τούρκους και μετέβαλε την στάση τους καθώς θεωρούσαν πλέον ότι στην Κύπρο έγιναν επικίνδυνα . Μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, τον  Μάιο του 1821, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός εξέδωσε εγκύκλιο με την οποία καλούσε τους Έλληνες του νησιού να παραμείνουν ήρεμοι και αδρανείς καθώς και διαβεβαίωσε τον κυβερνήτη της Κύπρου Κιουτσούκ Μεχμέτ για τη  «νομιμοφροσύνη» των Ελλήνων της Κύπρου . Παρά τις εν λόγω ενέργειες του Αρχιεπισκόπου, στην Κύπρο εκδηλώθηκαν  μεμονωμένες επαναστατικές προσπάθειες κυρίως στην επαρχία Πάφου, όπου ιεραρχούσε ο επίσκοπος Χρύσανθος. Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι  συγκεντρώθηκαν στην Πάφο γύρω στους τριακόσιους νέους, οι οποίοι υπό την ηγεσία κάποιου Πέτρου οπλίστηκαν και επιχείρησαν να βαδίσουν κατά της Λευκωσίας, όμως αντιμετωπίστηκαν από δύναμη γενιτσάρων και εξουδετερώθηκαν κοντά στην πρωτεύουσα.
Μετά την έναρξη της Επανάστασης του 1821, ο Σουλτάνος διέταξε τον αφοπλισμό όλων των Ελλήνων της Κύπρου, στέλνοντας σχετικό διάταγμα.  Ο Αφοπλισμός  έγινε απρόσκοπτα και χωρίς επεισόδια ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν μετέβαλε την στάση του  Κιουτσούκ Μεχμέτ έναντι των Ελλήνων καθώς  υποστήριζε ότι ετοίμαζαν επανάσταση και προχώρησε στην κατάρτιση καταλόγου  με  486 επιφανείς Έλληνες της Κύπρου που υποτίθεται εμπλέκονταν στο κίνημα. Στον εν λόγω κατάλογο  περιλαμβανόταν τα ονόματα του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των Μητροπολιτών Πάφου, Κιτίου και Κυρήνειας, των ηγουμένων όλων των μοναστηριών, άλλων ιερωμένων καθώς και πολλών προκρίτων, αξιωματούχων και παραγόντων. Ο  Κιουτσούκ Μεχμέτ διαβίβασε την εν λόγω λίστα στον Σουλτάνο ο οποίος επέδειξε θετική ανταπόκριση δίνοντας την εντολή εκτέλεσης των 486 που περιλαμβάνονταν στην λίστα, αποστέλλοντας  στην Κύπρο για τον σκοπό αυτό  4.000 στρατιώτες από την Τουρκία, την Συρία και την Αίγυπτο.
Εικόνα 4 (9η Ιουλίου 1821, ο Απαγχονισμός του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού και Αρχιδιάκονου Μελέτιου . Πηγή : Σαν Σήμερα – πατήστε εδώ)
Ο Καουτσούκ Μεχμέτ  εφαρμόζοντας την εντολή του σουλτάνου κάλεσε σε συνάντηση στη Λευκωσία τους εκκλησιαστικούς ηγέτες και τους προκρίτους της Κύπρου στις 9 Ιουλίου 1821.  Την ίδια ημέρα εκτελέστηκε από τους Οθωμανούς δια απαγχονισμού ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός και ο αρχιδιάκονος Μελέτιος (Εικόνα 4) και δια αποκεφαλισμού οι  Μητροπολίτες Πάφου, Κηρυνείας και Κιτίου. Οι σφαγές συνεχίστηκαν και τις επόμενες με αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή του 470 περίπου Έλληνες. Οι εν λόγω εκτελέσεις συνοδεύτηκαν από δημεύσεις και αρπαγές περιουσιών, λεηλασίες μονών, εκκλησιών και οικιών. Οι Ελληνοκύπριοι που κατάφεραν να ξεφύγουν από τη σφαγή του Ιουλίου του 1821 καθώς και άλλοι που ζούσαν εκτός Κύπρου ανέλαβαν διάφορες πρωτοβουλίες για την απελευθέρωση του νησιού. Μετά τα γεγονότα της 9ης Ιουλίου 1821 στην Κύπρο δεν  πραγματοποιήθηκε   καμία επαναστατική ενέργεια έως το τέλος της Επανάστασης.
Για την θυσία των Αρχιεπισκόπου και των Αρχιερέων της Κύπρου στις 9 Ιουλίου 1821 ανεγέρθηκε Μαυσωλείο πίσω από τον Ιερό Ναό της Παναγίας Φανερωμένης στην Παλαιά Λευκωσία. Το 1930 τοποθετήθηκαν στο Μαυσωλείο τα οστά του Αρχιεπισκόπου και των Αρχιερέων της Κύπρου (Εικόνα 5).
Εικόνα 5 , (Το Μαυσωλείο του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των Αρχιερέων που εκτελέστηκαν στις 09-07-1821. Πηγή : Μηχανή του Χρόνου πατήστε  εδώ).
Για τις θηριωδίες τω Οθωμανών της 9ης Ιουλίου 1821, ο Εθνικός Ποιητής του Ελληνισμού της Κύπρου Βασίλειος Μιχαηλίδης (Εικόνα 6) έγραψε την ποιητική ελεγεία  «Η 9η του Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», που αποτελείται από 24 ραψωδίες και 560 δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Στο ποίημα αυτό ο ποιητής μεταφέρει  με γλαφυρό τρόπο τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού καθώς και τα όσα προηγήθηκαν, αναδεικνύοντας τον πατριωτισμό του αρχιεπισκόπου και την αγριότητα των Οθωμανών.
Εικόνα 6 (Ο Εθνικός Ποιητής του Ελληνισμού της Κύπρου Βασίλειος Μιχαηλίδης. Πηγή : Αντίβαρο – πατήστε εδώ)

2) Περίοδος από το 1833 έως 1878
Ο Ιωάννης Καποδίστριας συμπεριέλαβε την Κύπρο στις εθνικές διεκδικήσεις, όπως αποτυπώνεται στην απάντηση που έδωσε στον εκπρόσωπο του Αγγλικού Υπουργείου Εξωτερικών τον Οκτώβριο του 1827 όπου απαντώντας  σε ερώτηση σχετική με τα σύνορα που αξίωνε η ελληνική πλευρά, ο Ιωάννης Καποδίστριας του απάντησε ως εξής : «Τα όρια ταύτα από του 1821 καθορίζονται υπό του αίματος του εκχυθέντος εις τα σφαγεία των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών και του Μεσολογγίου και εις τους πολλούς κατά την και κατά θάλασσαν αγώνας, διά των οποίων εδοξάσθη το ανδρείον τούτο έθνος».
Το 1833 εκδηλώθηκαν τρία επαναστατικά κινήματα. Το πρώτο και το πλέον σημαντικό είχε ως επικεφαλής τον Νικόλαο Θησέα, ο οποίος είχε λάβει μέρος στην Επανάσταση στον Ελλαδικό χώρο το 1821. Το κίνημα του Θησέα είχε ως επίκεντρο την περιοχή της Λάρνακας –  Σταυροβουνίου. Το δεύτερο επαναστατικό κίνημα είχε αρχηγό το μοναχό Ιωαννίκιο Λαζιμάνο και έδρασε στην Καρπασία, ενώ το τρίτο έλαβε χώρα στην επαρχία Πάφου με αρχηγό έναν μουσουλμάνο (από Τούρκο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα) τον Γκιαούρ Ιμάμη, Δυστυχώς και τα τρία επαναστατικά κινήματα του 1833 είχαν ατυχή κατάληξη. Ο Νικόλαος Θησέας κατέφυγε αρχικά στο Γαλλικό Προξενείο της Λάρνακας για να διαφύγει στην συνέχεια με την βοήθεια του φιλέλληνα Γάλλου Προξένου Μποτύ και  γνωστού Γάλλου ποιητής Λαμαρτίνου στην Ελλάδα όπου και απεβίωσε το 1854.Ο μοναχός Ιωαννίκιος Λαζιμάνος αγωνίστηκε γενναία, αλλά ηττήθηκε, συνελήφθη και οδηγήθηκε αιχμάλωτος  στη  Λευκωσία, όπου εκτελέστηκε. Ο Γκιαούρ Ιμάμης κατέφυγε στην Αίγυπτο, από όπου επέστρεψε αργότερα στην Κύπρο, συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε.
Ενεργή συμμετοχή των Ελλήνων της Κύπρου είχαμε  σε όλους τους αγώνες του Έθνους μετά την Επανάσταση του 1821.
Το στρατιωτικό σώμα «Φάλαγγα των Κυπρίων» ανασυγκροτήθηκε υπό τον στρατηγό Χατζηπέτρου το 1853 και πολέμησε στην Επανάσταση του 1854 (Εικόνα 7)  στην Δυτική Θεσσαλία. Ο στρατηγός Χατζηπέτρου ήταν ο  επικεφαλής των Ελληνικών Δυνάμεων στην νίκη στα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων.
Εικόνα 7 (Συμμετοχή Ελλήνων της Κύπρου υπήρξε και στην Επανάσταση στην Θεσσαλία το 1854. Πηγή : Ορθοδοξία Διεθνές Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων – πατήστε εδώ).
Στην Κρητική Επανάσταση 1866 με 1869 πολέμησαν πολλοί Έλληνες της Κύπρου ως Εθελοντές ενδεικτικά αναφέρεται η συμμετοχή του   Σώζου  Λοίζου, πατέρα του ήρωα των Βαλκανικών  πολέμων Χριστόδουλου Σώζου.
Εθελοντές από την Κύπρο πολέμησαν στην περίοδο των αγώνων του 1877-1878 για την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στον Εθνικό Κορμό. Μεταξύ των Εθελοντών ήταν  ο μεγάλος ποιητής Βασίλειος Μιχαηλίδης ο οποίος πολέμησε   στη Μακρυνίτσα του Πηλίου. Στις μάχες  στην Θεσσαλία το 1880 συμμετείχε στρατιωτικό σώμα 150 Κυπρίων Εθελοντών.
3) Περίοδος 1878 έως 1931
Η Τουρκία σε αντάλλαγμα της υποστήριξης που προσέφερε η Μεγάλη Βρετανία στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878 παραχώρησε σε αυτή την Κύπρο στις 12 Ιουλίου 1878. Οι Τούρκοι παραχώρησαν την Κύπρο στην Μεγάλη Βρετανία με την υποχρέωση καταβολής σε αυτούς ετησίου ενοικίου ύψους 92.800 λιρών.
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι, η γεωγραφική  θέση της Κύπρου  της προσδίδει υψηλότατη γεωπολιτική αξία καθώς αποτελεί ένα  από τα σημεία ελέγχου της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Για τον υπόψη λόγο, η Μεγάλη Βρετανία ως αποικιακή δύναμη (Βρετανική Αυτοκρατορία) με ισχυρότατα συμφέροντα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου επιδίωξε και ανέλαβε τον έλεγχο της νήσου το 1878. Η υψηλή σημαντικότητα δε της Κύπρου για τους Βρετανούς παρέμεινε και παραμένει μέχρι σήμερα. Προς επιβεβαίωση των ως άνω στην Συνθήκη της Ζυρίχης, όπου δημιουργήθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία, η Μεγάλη Βρετανία διατήρησε στρατιωτικές βάσεις με το καθεστώς εδαφικής κυριαρχίας  αυτών. Οι βάσεις αυτές υφίστανται μέχρι σήμερα.
Η έλευση των Βρετανών στην Διοίκηση της Κύπρου  αντιμετωπίστηκε από τον Ελληνισμό της Κύπρου ευνοϊκά καθώς υπήρξε αντικατάσταση των μουσουλμάνων Οθωμανών από την χριστιανική Μεγάλη Βρετανία και δημιούργησε την ελπίδα ότι η Κύπρος θα ακολουθήσε το παράδειγμα τον Επτανήσων που ενσωματώθηκαν στον Εθνικό Κορμό το 1862. Οι  Έλληνες της Κύπρου θεώρησαν την βρετανική κατοχή ως προσωρινή μεταβατική κατάσταση (μεταπολίτευση) με το πέρας της οποίας θα ακολουθούσε η Ένωση με την Ελλάδα.
Η επιδίωξη της Ένωσης με την Ελλάδα αποτέλεσε την κυρίαρχη επιδίωξη του Ελληνισμού της Κύπρου καθ’ όλη την διάρκεια της Βρετανικής Κατοχής της Μεγαλονήσου. Από την πρώτη στιγμή της έναρξης της Διοίκησης της Κύπρου από τους Βρετανούς, ο Ελληνισμός της Μεγαλονήσου  διατύπωσε το αίτημά του για  Ένωση αυτής   με την  Ελλάδα. Προς επίρρωση τούτου ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος υποδεχόμενος τον πρώτο    Βρετανό Αρμοστή της Κύπρου Σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ, στην προσφώνησή του είπε μεταξύ άλλων : «..Αποδεχόμεθα την μεταπολίτενσιν τοσούτω μάλλον καθ’ όσον έχομεν την πεποίθησιν ότι η Μεγάλη Βρετανία θα βοηθήση την Κύπρον, ως έπραξε και περί των Ιονίων νήσων, να ενωθή με την μητέρα Ελλάδα, με την οποίαν φυσικώς συνδέεται..» (Νικόλαος Κρανιδιώτης, 1998). Ωστόσο στην Κύπρο υπάρχει η άποψη ότι τα ως άνω ελέχθησαν από τον Μητροπολίτη Κιτίου Κυπριανό, στην υποδοχή του Σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ στη Λάρνακα, στις 22 Ιουλίου 1878.
Οι Βρετανοί αναλαμβάνοντας την Διοίκηση της Κύπρου  έφεραν έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο διοίκησης σε σχέση με τους Οθωμανούς. Στα πλαίσια της διοίκησης της Κύπρου οι Βρετανοί προχώρησαν στην συγκρότηση του Νομοθετικού Συμβουλίου, η τελική μορφή του οποίου οριστικοποιήθηκε με την θέσπιση του Συντάγματος της Κύπρου το 1882.  Το  Νομοθετικό Συμβούλιο στην οριστική του μορφή αποτελούνταν από δώδεκα εκλεγμένα μέλη (εννέα «μη μωεμαθούς» και τρεις «μωαμεθανούς»), έξη διορισμένα μέλη και τον  Ύπατο Αρμοστή που ήταν και ο Πρόεδρος  αυτού. Οι Βρετανοί αξιοποιώντας τον τουρκοκυπριακό παράγοντα εξασφάλισαν τον έλεγχο του Νομοθετικού Συμβουλίου δημιουργώντας μια πλειοψηφία αποτελούμενη από τα μη εκλεγμένα μέλη και τα εκλεγμένα από την τότε προσδιορισμένη ως μωαμεθανική (τουρκοκυπριακή) κοινότητα μέλη.  Στις περιπτώσεις ισοψηφίας η νικώσα ψήφος του Ύπατου Αρμοστή εξασφάλιζε την απαιτούμενη πλειοψηφία για την λήψη αποφάσεων.  Από τα ως άνω διαπιστώνεται ότι, οι Βρετανοί βλέποντας  την  βούληση του Ελληνισμού της Κύπρου για Ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα προσπάθησαν να δώσουν στην Διοίκηση της  Κύπρου κάποια στοιχεία αυτοδιοίκησης επιφανειακά αξιοποιώντας παράλληλα προς όφελός τους την τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Σε ολόκληρη την διάρκεια  της Περιόδου της Βρετανική Κατοχής της Κύπρου, ο Ελληνισμός διατύπωνε σταθερά το αίτημά του για Ένωση με την Ελλάδα, συναντώντας πάντα την άρνηση των Βρετανών.
Το 1889 μεταβαίνει στον Λονδίνο Πρεσβεία των Ελλήνων της Κύπρου  με αίτημα την Ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα.
Με αίτημα την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, το 1895 διοργανώνονται πάνδημα συλλαλητήρια στη Λευκωσία, στη Λεμεσό, στην Πάφο, στη Λάρνακα και στην Αμμόχωστο. Μετά την διοργάνωση απεστάλη επιστολή των Κυπριών προς τον Υπουργό Αποικιών της Βρετανίας  Τσαμπρλέιν  στην οποία αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής : «….Ο Ελληνικός λαός, ο αποχελών τα τέσσερα πέμπτα του όλου  πληθυσμού της νήσου, απ’ άκρου εις άκρον εξέπεμψε φωνήν, ότι  ένα και μόνον πόθον έχει, την μετά της μητρός αυτού Ελλάδος ένωσιν, απόφασιν έχων δια πάντων, και αυτών των εσχάτων μέσων, ν’ αντιστή εις πάσαν ετέραν λύσιν του Κυπριακού ζητήματος….» (Βιβλιογραφία Νικολάου Κρανιδιώτη).
Στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, περίπου 1.000 εθελοντές από την Κύπρο κατατάχθηκαν στον Ελληνικό Στρατό για να πολεμήσουν. Από τους 1.000 εθελοντές, οι 350 αναχώρησαν  με πλοίο για τον Πειραιά όπου και έτυχαν μεγαλειώδους υποδοχής από τους κατοίκους των Αθηνών. Στην εν λόγω ομάδα εθελοντών μετείχαν 15 μαθητές του Παγκυπρίου Γυμνασίου Λευκωσίας και 12 μοναχοί της Ιεράς Μονής Κύκκου. Οι Κύπριοι Εθελοντές πολέμησαν στην  3η Ταξιαρχία υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Σμολένσκι, ήρωα του εν λόγω πολέμου
Συλλαλητήρια με αίτημα την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα έγιναν σε όλες τις πόλεις της Κύπρου το 1902.
Η συνεισφορά του Ελληνισμού της Κύπρου διαπιστώνεται και στον Μακεδονικό αγώνα της περιόδου 1904-1908. Οργανωμένοι Σύλλογοι της Κύπρου  ανέπτυσσαν πρωτοβουλίες ενίσχυσης του Ελληνικού  Κράτους και των θυμάτων των θηριωδιών των Βουλγάρων κομιτατζήδων συγκεντρώνοντας μεγάλα χρηματικά ποσά. Οι πρωτοβουλίες αυτές υλοποιούνταν  είτε κατά τη διάρκεια των εράνων του  ποιητή Σπύρου Ματσούκα υπέρ του εθνικού στόλου, είτε κατά τους εράνους υπέρ των προσφύγων της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Το 1907 επισκέπτεται την Κύπρο ο τότε Υπουργός Αποικών ( μετέπειτα Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) σερ. Ουίνστων Τσώρτσιλ. Ο Ελληνισμός της Κύπρου υποδέχθηκε τον Τσώρτσιλ με εκδηλώσεις στις οποίες εξέφρασε το αίτημα της Ένωσης. Ο Τσώρτσιλ απαντώντας στο εν λόγω αίτημα μπορεί να το απέρριψε αλλά εμμέσως αναγνώρισε την ύπαρξή του δηλώνοντας μεταξύ άλλων  ότι : «…..Νομίζω ότι είναι απολύτως φυσικόν, εφ’ όσον ο Κυπριακός λαός είναι ελληνικής καταγωγής, να αποβλέπει εις την ένωσίν του μετά  της χώρας εκείνης, η οποία δύναται να ονομασθή μητρική του χώρα,  όπως εις εν περιπόθητον ιδανικόν…» (Βιβλιογραφία Νικολάου Κρανιδιώτη).
Στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913 η Κύπρος στάθηκε στο πλευρό της αγωνιζόμενης Ελλάδας. Σε ένα ακόμα κάλεσμα του Ελληνικού Έθνους οι Κύπριοι ανταποκρίθηκαν με τον μέγιστο δυνατό τρόπο. Οι Έλληνες της Κύπρου είχαν την πεποίθηση ότι η νίκη του Ελληνικού Στρατού στον μέτωπο θα έφερνε πιο κοντά την επιδιωκόμενη ένωση της Μεγαλονήσου με τον Εθνικό Κορμό.
Ο Ελληνισμός της Κύπρου προσπαθούσε καθ΄ όλη την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων να προβάλλει το πάγιο αίτημά του για ένωση με την Ελλάδα  τονίζοντας ότι η Κύπρος ήταν υλικά και ηθικά δίπλα στους αγωνιζόμενους Έλληνες.  Η ηθική και υλική αυτή συμπαράσταση εκδηλωνόταν με δοξολογίες  στους ναούς για κάθε νίκη του ελληνικού στρατού, με τηλεγραφήματα προς τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, με συχνούς εράνους κατά τη διάρκεια της κυριακάτικης Θείας Λειτουργίας, αλλά και με ομιλίες των πολιτικών και των αρχιερέων. Ήταν τόσος ο ενθουσιασμός των Ελλήνων της Κύπρου για τη νικηφόρα πορεία του ελληνικού στρατού και την απελευθέρωση σημαντικών πόλεων του ελληνισμού, όπως η Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα, που έδιναν στις επιχειρήσεις, στα εστιατόρια και στα ξενοδοχεία τους ονόματα που είχαν σχέση με τις μάχες και τους πρωταγωνιστές των Βαλκανικών Πολέμων.
Εικόνα 8 (Κύπριος Βρακοφόρος Εθελοντής των Βαλκανικών Πολέμων παραλαμβάνει τον εξοπλισμό του. Πηγή : Νέα Πόλης – πατήστε εδώ).
Η συμπαράσταση του Ελληνισμού της Κύπρου στους Βαλκανικούς Πολέμους μετουσιώθηκε και σε έμψυχο δυναμικό, με την κατάταξη στον Ελληνικό Στρατό έως και 2.500 εθελοντών (Εικόνα 8). Πενήντα πέντε από αυτούς έχασαν την ζωή σε μάχες στα Μέτωπα της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Στο σημείο αυτό πρέπει σημειωθεί η πράξη μίας μεγάλης ομάδας Κυπρίων  φοιτητών που σπούδαζαν την εποχή εκείνη στην Ελλάδα που κατατάχτηκαν στον ελληνικό στρατό προσφέροντας ιατρικές και άλλες υπηρεσίες.
Τον Δεκέμβριο  1912  στο περιθώριο της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου με τη μεσολάβηση του Τζων Σταυρίδη, προξένου της Ελλάδας στο Λονδίνο τέθηκε ανεπίσημα από πλευράς Βρετανών  στον τότε Πρωθυπουργό της Ελλάδας Ελευθέριο  Βενιζέλο  η πρόταση για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα με αντάλλαγμα τη χρησιμοποίηση του λιμανιού του Αργοστολίου από το βρετανικό στόλο σε περίπτωση ευρωπαϊκής σύρραξης. Από πλευράς Βρετανών η πρόταση αυτή κατατέθηκε από τον τότε Υπουργό Οικονομικών Ντέιβιντ Λοιντ Τζόρτζ  και από τους Ούιστων Τσώρτσιλ και Πρίγκιπα Μπάντεμπεργκ του Υπουργείου Ναυτιλιακών. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποδέχθηκε το εν λόγω αίτημα αλλά από βρετανικής πλευράς δεν υπήρξε συνέχεια.
Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο από την κήρυξη αυτού μέχρι το 1916  αρκετοί Κύπριοι κατάχθηκαν στο Βρετανικό Στρατό. Με την εκδήλωση και επικράτηση του Κινήματος της Εθνικής Αμύνης το καλοκαίρι του 1916 είχαμε την μαζικού χαρακτήρα κατάταξη Εθελοντών από τη Κύπρο στο ειδικό σώμα των ημιονηγών του βρετανικού στρατού γνωστοί και ως «Μουλαράδες»  που έδρασαν στο μέτωπο της Μακεδονίας.
Χαρακτηριστικό της μαζικής  συμμετοχής  των Ελλήνων της Κύπρου στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ότι κατατάχθηκαν συνολικά 16.000  Κύπριοι Εθελοντές με τον πληθυσμό της Κύπρου να μην υπερβαίνει τα 275.000 άτομα.
Η Μεγάλη Βρετανία θέλοντας να εξασφαλίσει την είσοδο στο πλευρό της Αντάντ της Ελλάδας στο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατέθεσε επίσημη πρόταση παραχώρησης της Κύπρου τον Οκτώβριο του 1915. Η τότε κυβέρνηση Ζαίμη μένοντας πιστή στην πολιτική της ουδετερότητας του τότε Βασιλιά της Ελλάδας Κωνσταντίνου Α’ απέρριψε την πρόταση των Βρετανών.
Από τα ως άνω διαπιστώνεται ότι οι Βρετανικές Προτάσεις του 1912 και του 1915 για την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα αποτελούν επί της ουσίας πράξεις αναγνώρισης των δικαίων του Ελληνισμού της Κύπρου και του αιτήματος του για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αντιπροσωπεία των Κυπρίων μετέβη στο Λονδίνο και ζήτησε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Επιπροσθέτως το 1914 έχουμε την προσάρτηση της Κύπρου στην Μεγάλη Βρετανία και η Μεγαλόνησος Μετατρέπεται σε Αποικία του Βρετανικού Στέμματος.
Στην Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων,  η Κύπρος δεν συμπεριλήφθηκε στις επίσημες εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας. Ωστόσο ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε συμπεριλάβει την Κύπρο στο επίσημο υπόμνημα για τις εθνικές διεκδικήσεις την Κύπρο.
Κατά την  Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-1922 υπήρξε άρνηση της Μεγάλης Βρετανίας στο να επιτρέψει την συμμετοχή στο Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα εθελοντών από την Κύπρο. Παρά την βρετανική άρνηση με την αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού στην Σμύρνη το 1919  χίλοι περίπου Κύπριοι καταγράφηκαν στους καταλόγους εθελοντών και σημαντικός αριθμός αυτών τελικά πέτυχε να καταταχθεί στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού. Ο εκπαιδευτικός Δημήτρης Ταλιαδώρος  στο σχετικό με το θέμα αυτό βιβλίο του αναφέρει ονόματα αρκετών Κυπρίων  αξιωματικών και στρατιωτών, που πολέμησαν στο Μικρασιατικό Μέτωπο καθώς και τα ονόματα είκοσι επτά πεσόντων στις  σκληρές μάχες που διεξήχθησαν.
Με την συμπλήρωση 100 ετών από την Εθνεγερσία του 1821 και συγκεκριμένα στις 10 Οκτωβρίου 1921 συγκροτήθηκε η  Παγκύπρια Συνέλευση στη Λευκωσία η οποία  εξέδωσε την σχετική διακήρυξη αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι  «… αξίωσις του  Κυπριακού λαού είναι μία μόνη και αναλλοίωτος, η ένωσις μετά της Ελλάδος….».
Στη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 αναγνωρίστηκε η προσάρτηση της Κύπρου στην Βρετανία του 1914. Η Τουρκία δια της συνθήκης της Λωζάνης δήλωσε ότι παραιτείται από κάθε κυριαρχική  διεκδίκηση επί της Κύπρου. Στην εν λόγω δήλωση της Τουρκίας δεν περιλαμβάνεται μόνο Κύπρος αλλά το σύνολο των απαιτήσεων και διεκδικήσεων επί εδαφών που κατείχε η Τουρκία ως Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1925  η Μεγάλη Βρετανία  ανακήρυξε την Κύπρο αποικία του Στέμματος και ο Βρετανός ύπατος αρμοστής μετονομάστηκε σε κυβερνήτη. Τα μέλη του Νομοθετικού  Συμβουλίου αυξήθηκαν σε  εικοσιτέσσερα, με τις ελληνοκυπριακές  έδρες να γίνονται δώδεκα και τις τουρκοκυπριακές να παραμένουν τρεις. Ωστόσο, λόγω της παράλληλης αύξησης του αριθμού των διορισμένων μελών σε εννέα, οι Βρετανοί χάρης στη συνεργασία τους με την τουρκοκυπριακή κοινότητα εξακολουθούσαν να κατέχουν την πλειοψηφία χάρη στην νικώσα ψήφο του Κυβερνήτη
Το 1928 η Βρετανική Διοίκηση της Κύπρου επ’ ευκαιρία συμπλήρωσης των 50 ετών από την έναρξη της Διοίκησης του νήσου από τους Βρετανούς (1878) διοργανώνονται σχετικές εορταστικές εκδηλώσεις από τις οποίες απέχουν οι Έλληνες της Κύπρου.
Η Εξέγερση του 1931
Εικόνα 9 (Η Εξέγερση του 1931 στην Κύπρο. Πηγή History Point – πατήστε εδώ)
Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως η σύνθεση  του Νομοθετικού Συμβουλίου όπως αυτή διαμορφώθηκε το 1882 και το 1925 καθώς και η συνεργασία εντός αυτού, των Βρετανών με την τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν παρείχε τη δυνατότητα της οποιαδήποτε νομοθετικής παρέμβασης των Ελλήνων της Κύπρου για μια σειρά επιμέρους ζητημάτων παρά το γεγονός ότι ήταν η πλειοψηφούσα πληθυσμιακή κοινότητα της Μεγαλονήσου.
Η ως άνω δημιουργηθείσα κατάσταση  σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι Έλληνες της Κύπρου δεν είχαν ουσιαστικό λόγο στην εκτελεστική εξουσία και σε οικονομικά ζητήματα οδήγησαν στην Εξέγερση του 1931.
Στις 17 Οκτωβρίου 1931 παραιτείται από μέλος του  Νομοθετικού Συμβουλίου  ο Μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς εξαγγέλλοντας παράλληλα διάγγελμα προς τον Ελληνικό Κυπριακό με το οποίο τον καλούσε ανυπακοή  στους  «άνομους νόμους» της Βρετανικής Διοίκησης. Την παραίτηση του Νικόδημου ακολούθησαν παραιτήσεις και άλλων μελών (βουλευτών) του Νομοθετικού συμβουλίου τις επόμενες ημέρες.
Στις 18 Οκτωβρίου ιδρύεται στην Λευκωσία στη Λευκωσία η «Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις Κύπρου» (Ε.Ρ.Ε.Κ.). Η Ε.ΡΕ.Κ. εξέδωσε διακήρυξη προς τον Ελληνικό Κυπριακό Λαό την οποία υπέγραφαν  πνευματικοί άνθρωποι από όλη την Κύπρο αναφέροντας ότι : «τάσσουν ως  σκοπόν των την μετά φανατισμού επιδίωξιν της μετά του ελληνικού  πολιτειακού συνόλου ενώσεως της Κύπρου» (Βιβλιογραφία Νικολάου Κρανιδιώτη).
Στις 20 Οκτωβρίου 1931 πραγματοποιήθηκε ογκώδης συγκέντρωση στην Λεμεσσό ( στο στάδιο της πόλης) με ομιλητή τον Μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημο Μυλωνά, ο οποίος αναφέρθηκε στην παραίτηση του από το Νομοθετικό Συμβούλιο και στην όλη πολιτική κατάσταση, που επικρατούσε τις τελευταίες μέρες.
Στις  21 Οκτωβρίου 1931 πραγματοποιείται ογκώδης συγκέντρωση στην Εμπορική Λέσχη Λευκωσίας. Μετά την συγκέντρωση το πλήθος προχώρησε σε πορεία προς το Κυβερνείο για να διαδηλώσει το αίτημά του για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα
Επικεφαλής της πορείας ήταν  ο Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Κυκκώτης, πρωθιερέας του Ιερού Ναού της Παναγίας της  Φανερωμένης. Ακολούθησε λιθοβολισμός του Κυβερνείου και εμπρησμός τεσσάρων αυτοκινήτων των κατοχικών δυνάμεων, καθώς και του ξύλινου Κυβερνείου. Η αστυνομία επενέβη για την διάλυση του συγκεντρωμένου πλήθους. Η εν λόγω επέμβαση είχε ως αποτέλεσμα  το θάνατο του Ονούφριου Κληρίδη και  τον τραυματισμό έξι άλλων διαδηλωτών.
Ανάλογες διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν και σε άλλες πόλεις και χωριά της Κύπρου. Η Βρετανική Διοίκηση επέβαλε την τάξη με την επέμβαση τμημάτων του Βρετανικού Στρατού που έδρευε στην Κύπρο αφήνοντας νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Μετά την αποκατάσταση της τάξης οι  Βρετανοί προέβησαν σε συλλήψεις,, απελάσεις, φυλακίσεις καθώς και στην επιβολή χρηματικών προστίμων. Μεταξύ των εξορισθέντων ήταν  ο Μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς και ο Μητροπολίτης Κυρήνειας Μακάριος Μυριανθεύς, που μετέπειτα διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ως  Μακάριος Β’ κατά την περίοδο 1947-1950.

Δημιουργία  Φωτογραφίας – Εξώφυλου.
1) Η Ιστοσελίδα History Point  – πατήστε εδώ
2) Η Ιστοσελίδα Αρδην – Ρήξη – πατήστε εδώ 
Πηγές (Βιβλιογραφία – Αρθρογραφία – Δημοσιεύσεις)
1) Ανδρέα Βαρνάβα «Ιστορία του Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959)», Ίδρυμα Απελευθερωτικού Αγώνα ΕΟΚΑ 1955-1959 Λευκωσία,  2001 (και η μνημονευόμενη σε αυτό βιβλιογραφία συμπεριλαμβανομένης και της βιβλιογραφίας του Νικολάου Κρανιδιώτη) .
2) Βασίλειος Βουγιούκας ,  Αναστασία Λερίου,   Νικόλαος Νικολούδης, Αλέξανδρος Παναγόπουλος & Νικήτας Πάσσαρης « Επίτομη Εικονογραφημένη Ιστορία των Ελλήνων», Ενότητα «Η  Eλληνική Επανάσταση και η Κύπρος» (σελίδες 222-223), Εκδόσεις Αλέξανδρος, Αθήνα & Θεσσαλονίκη, 2012.
3) Θωμάς Παπαγεωργίου «Η Κυπριακή Ενωτική Κίνηση στην Αθήνα 1931-1940» Εκδόσεις Εν Τύποις Λευκωσία 2015.
4) Κωστής Κοκινόφτας Δημοσίευση «Κύπριοι Αγωνιστές στον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1821», Κέντρο Μελετών ιεράς Μονής Κυττίου .  Δηµοσιεύτηκε στον τόµο: Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (έκδ.), Πολεμικές συγκρούσεις και τόποι καθαγιασμού του απελευθερωτικού Αγώνος κατά την Επανάσταση του 1821. Πρακτικά ΣΤ΄ Συνεδρίου, Αθήνα 2018, σ. 331344.
5)  Κωστής Κοκινόφτας Ενότητα «Η συμμετοχή των Κυπρίων στους Εθνικούς Αγώνες», Ελεύθερη Κυθρέα (σελίδες 126-129).
6) Κυπριακή Δημοκρατία/ Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού , Αθλητισμού και Νεολαίας/Διεύθυνση Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης / Αρχεία, «7.1 Το 1821 και η Κύπρος».
7)  Κυπριακή Δημοκρατία/ Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού , Αθλητισμού και Νεολαίας/Διεύθυνση Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης / Αρχεία, «11.1 Η Κύπρος στους Βαλκανικούς Αγώνες ».
8) Πεμπτουσία, Άρθρο του π. Ραφαήλ Χ. Μισιαούλης, Ιεροδιάκονου Ιεράς Μητροπόλεως Ταμασσού και Ορεινής, θεολόγου «Η 9η Ιουλίου 1821 στην Κύπρο», 09-07-2023 – πατήστε εδώ.
9) Εκκλησία της Κύπρου, Δημοσίευση του Καθηγητή Ζαννέτου Τοφαλή , «Η 9η Ιουλίου 1821 και ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849/1853-8 Δεκεμβρίου 1917)», 08-12-2021 – πατήστε εδώ.
10) Sigma Live , «1821 και 9η Ιουλίου: Η άγνωστη συμβολή της Κύπρου – Η Φάλαγγα των Κυπρίων» 09-07-2020 – πατήστε εδώ.
11) Philenews , Άρθρο του Ιωάννη Σπάνου Προέδρου των Συνδέσμων Αγωνιστών της ΕΟΚΑ. «Οι Κύπριοι στην εθνεγερσία του 1821» 24-03-2024 – πατήστε εδώ.
12) Κωστής Κοκινόφτας Δημοσίευση «Κύπριοι Αγωνιστές στην Ελληνική Επανάσταση», Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κυττίου.  Δημοσιεύτηκε στον τόμο: Ιεράς Μητροπόλεως Τριµυθούντος (έκδ.), Ελληνική Επανάσταση.  Αφιερωματικός Τόµος επί τη ευκαιρία της συμπλήρωσης 200 ετών από την έναρξη του Αγώνα  του Έθνους κατά των Τούρκων (1821-2021), Ιδάλιο 2021, σ. 43-60.
13) Trikala Opinion,  Άρθρο του Χρήστου Μοδέστου Προέδρου Συλλόγου Κυπρίων νομού Τρικάλων «Ελληνική επανάσταση – Η συμβολή της Κύπρου» , 26-03-2025 – πατήστε εδώ.
14) Πεμπτουσία, Άρθρο του Ιωάννη Ηλιάδη, Διευθυντή Βυζαντινού Μουσείου και Πινακοθήκης Κύπρου «Η συμμετοχή της Κύπρου στην Ελληνική Επανάσταση», 25-03-2017 – πατήστε εδώ.
15) Ορθοδοξία Διεθνές Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων , Ενότητα Ιστορία – Εθνικά Θέματα, «Η επανάσταση στην Θεσσαλία το 1854 που είχε άδοξο τέλος» , 10-05-2019 – πατήστε
16) Νέα Πόλης , Άρθρο του κ. Πέτρου Παπαπολυβίου Καθηγητού του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου «Οι βρακοφόροι Κύπριοι των Βαλκανικών πολέμων», 05-10-2022 –  πατήστε εδώ.
17) Σαν Σήμερα Δημοσίευση «Οι διωγμοί των Ελλήνων στην Κύπρο το 1821» πατήστε εδώ.
18) Αππελαίος, «Η «Φάλαγγα των Κυπρίων»» 24-03-2023 – πατήστε εδώ.
19) Agrinio Press «Μεσολόγγι: Κήπος των Ηρώων – Κοιμητήριο των πεσόντων Αγωνιστών», 23-04-2023 – πατήστε εδώ. 
20) Μηχανή του Χρόνου «Το Μαυσωλείο των μαρτύρων της 9ης Ιουλίου 1821» – πατήστε εδώ 
21) Αντίβαρο, Άρθρο του Κωνσταντίνου Χολέβα «Ο ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης και η Ρωμηοσύνη», 13-11-2017 – πατήστε εδώ. 
22) History  Point  «Οκτωβριανά 1931: Εξέγερση Κυπρίων κατά των Βρετανών για την ΕΝΩΣΗ» , 09-11-2019 – πατήστε εδώ