Ο Διάλογος Αθηναίων και Μηλίων – Από τον Θουκυδίδη, στον Παναγιώτη Κονδύλη και στο Σήμερα.

Ο Διάλογος Αθηναίων και Μηλίων – Από τον Θουκυδίδη, στον Παναγιώτη Κονδύλη και στο Σήμερα.

Από την Επιστημονική Ομάδα του Ινστιτούτου Έρευνας και Μελέτης Θουκυδίδης.
Το παρόν κείμενο δημοσιεύεται κατόπιν εγκρίσεως του Δ.Σ. του Ινστιτούτου Έρευνας και Μελέτης Θουκυδίδης.

1. Εισαγωγή.
Ο Θουκυδίδης,  ο μέγας ιστορικός και πατέρας της Γεωπολιτικής Σκέψης κατέγραψε στο συγγραφικό έργο την Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ένα από τα συγκλονιστικότερα κεφάλαια του εν λόγω έργου είναι ο Διάλογος μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων.
Ο  Διάλογος μεταξύ Αθηναίων και Μήλιων αποτελεί ένα  από τα πλέον σημαντικά φιλοσοφικά κείμενα της ανθρώπινης σκέψης. Στο βιβλίο Ε΄ (84-116), ο Θουκυδίδης μετατρέπει ένα ιστορικό γεγονός —την υποταγή της Μήλου το 416 π.Χ.— σε μια διαχρονική παραβολή για τη σχέση ισχύος και δικαίου. Αποτελεί την κορύφωση του ηθικού και πολιτικού δράματος της αθηναϊκής ηγεμονίας.
Η Μήλος, ήταν μια μικρή δωρική αποικία, η οποία με την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου  επέλεξε την ουδετερότητα ανάμεσα σε Αθήνα και Σπάρτη. Οι Αθηναίοι  ζήτησαν την υποταγή της Μήλου, οι Μήλιοι αντιτάχθηκαν στο όνομα του δικαίου και της ελευθερίας. Ο διάλογος Αθηναίων και Μηλίων είναι ένα μοναδικό φιλοσοφικό και ιστορικό κείμενο  στην παγκόσμια γραμματεία και δεν αποτελεί απλά μια διαπραγμάτευση μεταξύ δυο Ελληνικών Πόλεων της Αρχαιότητας  αλλά μια αντιπαράθεση ρεαλισμού και ηθικής, δυνάμεως και δικαίου, ανθρώπινης ύβρεως και θείας νέμεσης.
Ο Θουκυδίδης, με παγερή αντικειμενικότητα, δεν σχολιάζει ούτε συναισθηματοποιεί τα ιστορικά γεγονότα. Αφήνει τη σύγκρουση των λόγων να μιλήσει για την αιώνια αλήθεια των ανθρώπινων σχέσεων βάσει της οποίας όταν  η ισχύς δεν συγκρατείται από το δίκαιο, οδηγεί νομοτελειακά στην ύβρη και τελικά στην πτώση.
Ο Θουκυδίδης στο έργο του υπερβαίνει την εποχή του θέτοντας τη βάση της γεωπολιτικής σκέψης.  Είναι ο πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού δηλαδή, της αντίληψης ότι, η διεθνής πολιτική δεν διέπετε από ηθικούς νόμους αλλά από σχέσεις ισχύος. Ο Θουκυδίδης στο έργο του αφήνει μια προειδοποίηση προς τις επόμενες γενιές  ότι, η ηθική και η ισχύς, όσο αντίρροπες κι αν φαίνονται ως έννοιες, παραμένουν αλληλένδετες – διότι η ισχύς χωρίς ηθικό μέτρο οδηγεί κάτοχό της στην αυτοκαταστροφή.

2. Η Ηθική Διάσταση του Διαλόγου Αθηναίων και Μηλίων
Η αποτύπωση του διαλόγου μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων από τον Θουκυδίδη καταδεικνύει μια βαθιά ηθική αντίθεση όπου, οι Μήλιοι ομιλούν στο όνομα του δικαίου, των θεών και της ελευθερίας και οι Αθηναίοι στο όνομα του συμφέροντος και της ισχύος. Ο Θουκυδίδης δεν μπαίνει στην διαδικασία ιστορικής κρίσεως των Μηλίων και των Αθηναίων αλλά παρουσιάζει την ως άνω ηθική αντίθεση ως δυο κοσμοθεωρίες που συγκρούονται ήτοι, η ηθική του δικαίου με την ηθική της δύναμης.
Οι Μήλιοι θέτουν το δίκαιο ως καθολική αρχή. Πιστεύουν ότι υπάρχει μια θεία και ανθρώπινη τάξη που επιβάλλει μέτρο και σεβασμό. Ο δίκαιος αγώνας για την ελευθερία, ακόμη κι αν είναι άνισος, τους καθιστά φορείς ενός ηθικού καθήκοντος. Η ήττα, στη δική τους λογική, δεν συνεπάγεται ηθική συντριβή· αντιθέτως, αποτελεί μαρτυρία δικαιοσύνης.
Οι Αθηναίοι, στην αντίπερα όχθη θέτουν  το πλέον ωμό και ρεαλιστικό δόγμα της πολιτικής σκέψης που συνίστανται στην αρχή ότι, το δίκαιο υπάρχει όταν η ισχύς είναι ίση· ο ισχυρός πράττει ό,τι μπορεί, ο αδύνατος υφίσταται ό,τι πρέπει.
Η εν λόγω θεώρηση του Θουκυδίδη σχετικά με του Αθηναίους αποτελεί την πρώτη καθαρή διατύπωση του πολιτικού ρεαλισμού. Οι Αθηναίοι δηλώνουν με την μέγιστη ιστορική ειλικρίνεια και κατά τρόπο ρητό  ότι δεν ενδιαφέρονται για το δίκαιο, παρά μόνο για το συμφέρον και την ασφάλεια της ηγεμονίας τους.
Με βάση τις ως άνω θεωρήσεις, η σύγκρουση Αθηναίων και Μηλιων δεν είναι απλά μια πολιτικοστρατιωτική σύγκρουση αλλά είναι μια σύγκρουση δυο βιοθεωριών όπου οι  Μήλιοι πιστεύουν σε έναν κόσμο κανόνων και θεϊκής δικαιοσύνης και οι  Αθηναίοι σε έναν κόσμο αναγκών και ισχύος. Στην περίπτωση αυτή έχουμε επί της ουσίας μια  αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο αντιλήψεις του ανθρώπου όπου η μια θέλει τον άνθρωπο ως φορέα ηθικής και η άλλη τον  άνθρωπος ως φορέας δύναμης.
Στην ως άνω αντιπαράθεση ο Θουκυδίδης δεν προσφέρει λύση  αφήνει τη σύγκρουση να εκτυλιχθεί τραγικά. Οι Μήλιοι μένουν πιστοί στις αξίες τους και καταστρέφονται, οι Αθηναίοι επικρατούν, αλλά η υπέρμετρη ισχύς τους οδηγεί λίγα χρόνια αργότερα στην καταστροφή της Σικελίας και στην ίδια τους την ήττα. Η ύβρις της αλαζονείας βρίσκει πάντοτε τη νέμεσή της.

3. Ο Πολιτικός Ρεαλισμός του Θουκυδίδη.
Ο Θουκυδίδης στο έργο του σε καμία των περιπτώσεων  δεν παίζει τον ρόλο του  απολογητή της βίας αλλά  είναι ένας παρατηρητής της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των κανόνων της. Το έργο του στρέφεται πέριξ της θεώρησης ότι, η ισχύς  είναι μεν φυσική δύναμη  αλλά η υπέρβαση της ηθικής οδηγεί σε καταστροφή.
Οι Αθηναίοι  βάσει των διαλόγου του Θουκυδίδη  είναι οι πρώτοι θεωρητικοί της Realpolitik. Αναγνωρίζουν ότι οι ηθικές αρχές λειτουργούν μόνο μεταξύ ίσων. Εκεί όπου υπάρχει ανισότητα ισχύος, το δίκαιο υποχωρεί. Η πολιτική γίνεται ζήτημα ικανότητας επιβολής. Η πεποίθηση ότι ο ισχυρός εξουσιάζει τον αδύναμο είναι φυσικός νόμος, όχι ανθρώπινη επινόηση.
Στο σημείο αυτό, ο Θουκυδίδης επιδεικνύοντας οξυδέρκεια αναδεικνύει τον ρεαλισμό όχι ως ηθική επιλογή, αλλά ως ανθρωπολογικό δεδομένο. Οι άνθρωποι επιδιώκουν την ισχύ, είτε σε επίπεδο πόλεων είτε σε επίπεδο ατόμων. Η πολιτική, όταν αγνοεί την ισχύ τότε αγγίζει τα όρια της ουτοπίας.
Ωστόσο, ο Θουκυδίδης έθεσε ένα όριο στην έννοια της ισχύος προειδοποιώντας έμμεσα πως  όταν ο ρεαλισμός μετατρέπεται σε ύβρη, όταν η ισχύς γίνεται αυτοσκοπός, τότε η πολιτεία αυτοκαταστρέφεται. Ο ρεαλισμός χωρίς αυτογνωσία οδηγεί στον μηδενισμό.
Στον διάλογο των Αθηναίων με του Μηλίους  εδράζεται όλη η παράδοση του δυτικού ρεαλισμού από τον Μακιαβέλλι και τον Χομπς έως τον Μοργκεντάου και τον Κίσσινγκερ. Όμως σε αντίθεση με τους μεταγενέστερους, ο Θουκυδίδης δεν αποδέχεται την ισχύ ως αξία καθαυτή. Όπως είπαμε και προηγουμένως ο Θουκυδίδης στην ιστορία του  δεν λειτουργεί ως απολογητής της ισχύος και της δύναμης αλλά παραδίδει ένα  μάθημα αυτογνωσίας για τη μοίρα της υπερβολής.

4. Το Δίκαιο και η Ισχύς.
Ο κατά τον Θουκυδίδη Διάλογος μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων έχει ως άξονα την  αντίθεση ανάμεσα στο «δίκαιο» και την «ισχύ». Για τους Αθηναίους, το δίκαιο ισχύει μόνο μεταξύ ίσων για τους Μηλίους, το δίκαιο είναι απόλυτο και υπερισχύει κάθε ισχύος. Η πραγματικότητα, ωστόσο, δικαιώνει προσωρινά τους πρώτους, ενώ η Ιστορία δικαιώνει τους δεύτερους.
Ο Θουκυδίδης, χωρίς να το διακηρύσσει, υπονοεί εμμέσως ότι το δίκαιο χωρίς ισχύ είναι ανίσχυρο, και η ισχύς χωρίς δίκαιο είναι τυραννία. Η ισορροπία αυτών των δύο είναι το μέτρο της ανθρώπινης πολιτείας.
Η Μήλος, αν και ηττήθηκε στο πεδίο της μάχης, κατέστη σύμβολο της ηθικής αντίστασης. Η Αθήνα, αν και νίκησε, οδηγήθηκε στην παρακμή. Ο Θουκυδίδης μας διδάσκει ότι καμία δύναμη δεν είναι αιώνια όταν αποκόπτεται από το μέτρο.
Η ύβρις της Αθήνας συνίσταται στην πεποίθηση ότι, η ισχύς της είναι αυτονομημένη από το δίκαιο. Όμως, η ίδια λογική που κατέστρεψε τη Μήλο οδήγησε αργότερα και στη σικελική καταστροφή, η αλαζονεία του ισχυρού έγινε η αιτία της πτώσης των Αθηνών. Η  ισχύς που υπερβαίνει το μέτρο αυτοτιμωρείται. Η διδαχή αυτή παραμένει επίκαιρη σήμερα καθώς κάθε κράτος που αγνοεί το μέτρο και υπερβάλλει στη χρήση της δύναμης —είτε αρχαία Αθήνα είτε σύγχρονη υπερδύναμη— γίνεται θύμα της ίδιας νομοτέλειας.

5. Από τον Διάλογο Αθηναίων – Μηλίων στις Ελληνοτουρκικές Σχέσεις του Σήμερα.
Η σκέψη του Θουκυδίδη δεν είναι μόνο ιστορική αλλά αποτελεί το θεμέλιο γεωπολιτικής σκέψης και για τον λόγο αυτό θεωρείται ο «Πατέρας» της Γεωπολιτικής Σκέψης.
Η Ελλάδα του σήμερα ως άλλη Μήλος βρίσκεται απέναντι  σε μια δύναμη, την Τουρκία, που εκφράζει έναν ωμό ρεαλισμό ισχύος.
Η Τουρκία, όπως οι Αθηναίοι, επικαλείται το «δικαίωμα του ισχυρού» ήτοι επεκτατισμός υπό το πρόσχημα της ασφάλειας, παραβίαση διεθνούς δικαίου (Εισβολή στην Κύπρο το1974), γεωπολιτική αναθεώρηση (Δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας). Η Ελλάδα, από την άλλη, επικαλείται το διεθνές δίκαιο, την ηθική της νομιμότητας και την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.
Αυτό που μας διδάσκει ο Θουκυδίδης είναι σαφές, το δίκαιο χωρίς ισχύ δεν αρκεί. Οι Μήλιοι πίστεψαν στη δικαιοσύνη των θεών και στην αρωγή των συμμάχων αλλά οι θεοί σιώπησαν και οι σύμμαχοι δεν ήρθαν. Ο ρεαλισμός του Θουκυδίδη δεν είναι προτροπή στον κυνισμό  είναι προειδοποίηση απέναντι στην αφέλεια και τις ουτοπικές θεωρήσεις.
Η Ελλάδα, για να υπερασπιστεί το δίκαιό της, οφείλει να διαθέτει αξιόπιστη ισχύ στρατιωτική, διπλωματική, τεχνολογική, ενεργειακή και κοινωνική. Η ισχύς δεν αναιρεί το δίκαιο· το προστατεύει. Το πραγματικό δίδαγμα της Μήλου είναι ότι η ηθική απαιτεί ισχύ για να επιβιώσει.
Η σύγχρονη ελληνική εξωτερική πολιτική πρέπει να ερμηνεύσει ρεαλιστικά τον Θουκυδίδη, χωρίς ίχνος φόβου.  Η αποτροπή είναι ηθική πράξη όταν υπηρετεί την ειρήνη. Η αδυναμία δεν είναι αρετή  είναι πρόκληση για τον επιτιθέμενο. Στην περίπτωση που η αποτροπή δεν είναι αρκετή τότε ακολουθεί η ανάσχεση.
Ο θεωρητικός συνεχιστής του Θουκυδίδη, ο φιλόσοφος Παναγιώτης  Κονδύλης έγραψε ότι, το δίκαιο προϋποθέτει την ισχύ εκείνου που μπορεί να το επιβάλει και χωρίς ισχύ, το δίκαιο μετατρέπεται σε ευσεβή πόθο.  Η Ελλάδα οφείλει να αποφύγει τη μοίρα των Μηλίων με θουκυδίδεια αυτογνωσία ήτοι με μετρημένη, ρεαλιστική, αλλά αποφασιστική ισχύ καθώς και με το δόγμα πως η ισχύς ακόμα και αν δεν μπορέσει να λειτουργήσει αποτρεπτικά θα πρέπει να διασφαλίσει την ανάσχεση της απειλής.

6. Από τον Θουκυδίδη στον Παναγιώτη Κονδύλη (Επίμετρο).
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως ο κορυφαίος σύγχρονος Έλληνας Φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998), αποτελεί ίσως τον πιο αυθεντικό πνευματικό συνεχιστή του Θουκυδίδη.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης στο έργο του «Η Θεωρία του Πολέμου» (1997), προβαίνει σε μια εκ νέου ερμηνεία του πολιτικού ρεαλισμού όχι ως πολιτική επιλογή, αλλά ως ανθρωπολογική εδράζοντας την πεποίθηση αυτή στο γεγονός ότι, ο άνθρωπος ως ον αυτόνομο και θνητό, κινείται από την ανάγκη επιβίωσης και κυριαρχίας.
Για τον Κονδύλη, όπως και για τον Θουκυδίδη, η πολιτική είναι προέκταση της ανθρώπινης φύσης. Δεν υπάρχει – βάσει της σημερινής ορολογίας- διεθνές δίκαιο  ανεξάρτητο από τις ισορροπίες δυνάμεων και υπάρχει μόνο η δυναμική των συμφερόντων. Η ηθική, ο ανθρωπισμός, οι θεσμοί λειτουργούν στο μέτρο που υπηρετούν την ισχύ εκείνων που τα στηρίζουν.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης στο επίμετρό του περιγράφει με διορατικότητα μια μετά-ψυχροπολεμική μετατόπιση στην οποία, οι μικρές χώρες που δεν διαθέτουν αποτρεπτική ισχύ γίνονται αντικείμενα πίεσης ή εξάρτησης. Αναλύει με διαύγεια τις τουρκικές προκλήσεις από το 1997 και μετά, επισημαίνοντας ότι η Τουρκία δεν κατανοεί τη γλώσσα του δικαίου αλλά της ισχύος.
Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Κονδύλη η Ελλάδα, αν επενδύει αποκλειστικά στην ηθική νομιμότητα χωρίς αντίστοιχη ισχύ, κινδυνεύει να επαναλάβει το σφάλμα των Μηλίων. Ο Κονδύλης, με την νηφαλιότητα που χαρακτηρίζει τον πνευματικό του πατέρα Θουκυδίδη, υποστηρίζει ότι η ισχύς είναι το θεμέλιο της ειρήνης, όχι η αντίθεσή της. Όπως οι Αθηναίοι του Θουκυδίδη, έτσι και οι σύγχρονες δυνάμεις δεν καθορίζονται από το δίκαιο αλλά από το συμφέρον και λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τη περίπτωση που ο αδύναμος μπορεί να επιβάλει σεβασμό μέσα από την δυνατότητα του να προκαλέσει υπολογίσιμο κόστος στον ισχυρό στην περίπτωση σύγκρουσης
Η συνέπεια του Κονδύλη προς το θουκυδίδειο πνεύμα είναι απόλυτη. Και οι δύο αρνούνται τον συναισθηματισμό, υιοθετούν την τραγική αντίληψη της πολιτικής και την πεποίθηση ότι η ιστορία είναι πεδίο αναγκών, όχι ευχολογίων. Ο Θουκυδίδης προειδοποιεί τους Αθηναίους ότι η ύβρις φέρνει την πτώση και  ο Κονδύλης προειδοποιεί την Ελλάδα ότι η αδυναμία φέρνει τη συντριβή.
Μια αντιπαραβολή του Θουκυδίδη με τον Παναγιώτη Κονδύλη διαπιστώνει – παρά την διαφορά 2.000 και πλέον χρόνων –την ύπαρξη ενός ενιαίου στοχασμού που συνίσταται  στα εξής :
– Η ισχύς είναι αναγκαία, αλλά χωρίς αυτογνωσία γίνεται ύβρις.
– Το δίκαιο είναι επιθυμητό, αλλά χωρίς ισχύ γίνεται ουτοπία.
– Η πολιτική είναι τέχνη μέτρου ανάμεσα σε αυτά τα δύο.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης στο έργο του προέβλεψε με ακρίβεια την σημερινή κατάσταση του πολυκεντρικού κόσμου, της αδυναμίας των συλλογικών μηχανισμών ασφάλειας και της την ανάδυσης περιφερειακών δυνάμεων. Το ελληνικό κράτος, έλεγε, πρέπει να επενδύσει σε πραγματική ισχύ, όχι σε «ηθικές συμμαχίες».
Η σκέψη του Κονδύλη σε καμία των περιπτώσεων είναι απαισιόδοξη αλλά είναι Θουκυδίδεια. Ο Παναγιώτης Κονδύλης αναγνωρίζει το γεγονός ότι, η ισχύς χωρίς αξίες καταστρέφει, αλλά και ότι οι αξίες χωρίς ισχύ είναι ανίσχυρες. Η αληθινή σοφία, όπως και στον Θουκυδίδη, βρίσκεται στην ισορροπία του ρεαλισμού με το ήθος.

7. Συμπεράσματα – Η σύγχρονη ελληνική αναγκαιότητα ισχύος υπό το φως του Θουκυδίδη και του Παναγιώτη Κονδύλη.
Ανακεφαλαιώνοντας, ο Διάλογος των Αθηναίων και Μηλίων δεν είναι απλώς ιστορικό επεισόδιο· είναι καθρέφτης της ανθρώπινης φύσης και της πολιτικής αιωνιότητας. Από την ωμότητα των Αθηναίων και την αξιοπρέπεια των Μηλίων, ο Θουκυδίδης καταδεικνύει εμφατικά  ότι, το δίκαιο και η ισχύς δεν είναι αντίθετες έννοιες, είναι η  όψεις μιας αέναης ισορροπίας που κάθε πολιτεία οφείλει να διατηρεί.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης, δυο χιλιάδες και πλέον χρόνια αργότερα, επαναφέρει τον στοχασμό του Θουκυδίδη στη γλώσσα της σύγχρονης στρατηγικής. Για εκείνον, όπως και για τον Θουκυδίδη, ο κόσμος δεν κινείται από ηθικούς κανόνες αλλά από ισορροπίες δυνάμεων. Όμως, αμφότεροι γνωρίζουν ότι η δύναμη χωρίς μέτρο και αυτογνωσία καταλήγει σε αυτοκαταστροφή.
Η Ελλάδα,  ευρισκόμενη σε έναν πολυκεντρικό και ασταθή κόσμο, βρίσκεται ενώπιον μιας θουκυδίδειας πρόκλησης ανάμεσα στο να μη γίνει Μήλος, αλλά να μη μετατραπεί και σε αλαζονική Αθήνα. Οφείλει να συνδυάσει το δίκαιο του δικαίου με το δίκαιο της ισχύος, οικοδομώντας μια στρατηγική που θα βασίζεται στην αποτροπή, την ψυχραιμία και την ηθική αυτοπεποίθηση.
Η ελληνική πολιτική δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στη νομική επιχειρηματολογία αλλά χρειάζεται και ισχύ που να καθιστά το δίκαιο αποτελεσματικό. Η αποτροπή είναι αποτελεσματική όταν αποδεδειγμένα συνοδεύεται και από την ανάλογη ισχύ ανάσχεσης που καθιστά απαγορευτικό το κόστος  της εθνικής κυριαρχίας της χώρας μας.  Ο Θουκυδίδης και ο Κονδύλης δεν υπαγορεύουν επιθετικότητα· υπαγορεύουν εθνική αυτογνωσία και ρεαλισμό.
Εν κατακλείδι, ο ρεαλισμός  ως πολιτική δεν αναιρεί την ηθική· την προφυλάσσει. Η ισχύς δεν είναι αυτοσκοπός· είναι προϋπόθεση ελευθερίας. Ο ελληνικός πολιτισμός, από τον Θουκυδίδη έως τον Κονδύλη, μας καλεί να θυμόμαστε ότι η γνώση είναι άμυνα — και η άμυνα, όταν είναι φωτισμένη από τη γνώση, είναι το ανώτερο ήθος της πολιτικής.


Βιβλιογραφία
1) Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, βιβλίο Ε΄ (84–116), μετάφρ. Β. Μπετσάκος, Αθήνα: Ο Πολιτικός Λόγος των Αρχαίων Ελλήνων, 2018.
2) Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου, Αθήνα: Θεμέλιο, 1997.
3) Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Αθήνα: Θεμέλιο, 1991.
4) Hans Morgenthau, Politics Among Nations, New York: Knopf, 1948.
5) Edward Carr, The Twenty Years’ Crisis (1919–1939), London: Macmillan, 1939.
6) Νίκος Κοτζιάς, Η Ελλάδα και το Διεθνές Σύστημα: Ρεαλισμός και Στρατηγική, Αθήνα: Πόλις, 2015.
7) Ηλίας Κουσκουβέλης, Ρεαλισμός και Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, Θεσσαλονίκη: ΕΑΠ, 2012.
8) Κωνσταντίνος Τσάτσος, Το Δίκαιο και το Κράτος, Αθήνα: Εστία, 1971.
9) Richard Ned Lebow, The Tragic Vision of Politics: Ethics, Interests, and Orders, Cambridge University Press, 2003.
10) Ζήσης Παπαδημητρίου, Θουκυδίδης και η Πολιτική Σκέψη της Ισχύος, Αθήνα: Gutenberg, 2020.