Βαίνουμε αισίως στην τρίτη εβδομάδα μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου όπου και αναδείχθηκε η νέα κυβέρνηση της χώρας. Η νέα κυβέρνηση που επί της ουσίας αποτελεί την δεύτερη θητεία της αυτοδύναμης κυβερνήσεως του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας έλαβε το περασμένο Σάββατο την ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή. Από τις δυο εκλογικές αναμετρήσεις που προηγήθηκαν (Μάϊου & Ιουνίου 2023) η εκλογική αναμέτρηση της 21ης Μαίου αποτελεί μια από τις λίγες εκλογικές αναμετρήσεις που χαρακτηρίζονται από το απροσδόκητο χαρακτήρα του εκλογικού αποτελέσματος τόσο ως προς το ποσοστό που έλαβε ο νικητής των εκλογών όσο και ως προς το ποσοστό που έλαβε ο ηττημένος των εκλογών καθώς και η διαφορά μεταξύ των δυο βασικών πρωταγωνιστών της υπόψη εκλογικής αναμέτρησης.
Οι συσχετισμοί που διαμορφώθηκαν στις εκλογές δεν άφησαν περιθώρια σχηματισμού κυβέρνησης και  νομοτελειακά  προέκυψε η προκήρυξη νέων εκλογών για τις 25 Ιουνίου 2023. Οι εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023 διεξήχθησαν με εκλογικό σύστημα τύπου ενισχυμένης αναλογικής έδωσαν στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας την δυνατότητα να σχηματίσει για δεύτερη θητεία αυτοδύναμη κυβέρνηση με πλειοψηφία 158 εδρών.
Αξιολογώντας το πολιτικό τοπίο που προέκυψε και μετά τις εκλογές του Ιουνίου διαπιστώνεται πως ευρισκόμαστε έμπροσθεν ενός πολιτικού τοπίου το οποίο συνίσταται από την μια στην ύπαρξη ενός ισχυρού πόλου που ευρίσκεται στην συμπολίτευση και από την άλλη στην ύπαρξη μιας κατακερματισμένης και αδύναμης κοινοβουλευτικά αντιπολίτευσης. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως για την ομαλή λειτουργία του πολιτικού συστήματος είναι απαραίτητη η ύπαρξη από την μια πλευρά μια σταθερής και συμπαγής πολιτικά κυβερνήσεως η οποία θα έχει την δυνατότητα να κυβερνά και λαμβάνει ουσιαστικές αποφάσεις για τα διάφορα ζητήματα της χώρας και από την άλλη η ύπαρξη μια ισχυρής αντιπολίτευσης που επιτελή με επάρκεια το θεσμικό ρόλο του κοινοβουλευτικού ελέγχου της κυβερνητικής πλειοψηφίας και πολιτικά θα μπορεί να διατυπώσει μια εναλλακτική πρότασης διακυβέρνησης την οποία θα θέσει στην κρίση των πολιτών στις εκλογές.
Στις πρώτες εκλογές του Μάϊου είχαμε ένα ξεκάθαρο αποτέλεσμα και μια καθαρή πολιτική νίκη του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας έναντι του βασικού του αντιπάλου του ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ. Η διαφορά του 20,10% μεταξύ των εν λόγω κομμάτων δεν αφήνει περιθώρια για τις όποιες δεύτερες σκέψεις. Στις δεύτερες εκλογές του Ιουνίου είχαμε την επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων των πρώτων εκλογών με κάποιες διαφοροποιήσεις που συνίστανται στην περαιτέρω συρρίκνωση του ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ και στην είσοδο στην βουλή τριών νέων κομμάτων εκ των οποίων τα δύο είχαν ήδη εμφανίσει στις εκλογές του Μάϊου ότι διαθέτουν την σχετική πολιτική δυναμική.
Ως προς το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας το επόμενο χρονικό διάστημα θα κριθεί το κατά πόσον η εκλογική νίκη του οφείλεται σε συνειδητή πολιτική (ή και ιδεολογική) επιλογή των πολιτών ή εάν εμπεριέχεται ένα σημαντικό ποσοστό αναγκαστικής πολιτικής επιλογής ελλείψει εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης. Το γεγονός ότι στις εκλογές του Ιουνίου, το ποσοστό του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας παρουσίασε οριακές διακυμάνσεις (40,56% τον Ιούνιο έναντι 40,79% τον Μάιο) καταδεικνύει ότι υπό τις διαμορφωθείσες πολιτικές συνθήκες  το κόμμα άγγιξε το ανώτατο πολιτικό του όριο.
Τα αποτελέσματα των δυο εκλογικών αναμετρήσεων και ειδικότερα αυτά των εκλογών του Μάϊου καθορίστηκαν μεταξύ άλλων σε σημαντικό βαθμό από δυο παραμέτρους :
- Η πρώτη παράμετρος αφορά την ικανότητα των ηγεσιών και των επιτελών των κομμάτων να "διαβάσουν" το εκλογικό σώμα και να αποτυπώσουν τις διαθέσεις του και τις προσδοκίες του σε μια σειρά ζητημάτων που απασχολούν την χώρα. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών και απόψεις που διατύπωσαν τα κόμματα σε ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό επίσης την επιλογή των πολιτών.
- Η δεύτερη παράμετρος η οποία αφορά κυρίως τα κόμματα που φέρονταν ως διεκδικητές της εξουσίας και αφορά το πολιτικό και κοινωνικό αποτύπωμα στο εκλογικό σώμα προγενέστερων κυβερνητικών θητειών τους και κατά πόσο αποτύπωμα αυτό παρέμενε ισχυρό στην μνήμη των πολιτών.
Εν κατακλείδι τις εκλογές τις κέρδισε αυτός - εν προκειμένω το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας - που "διάβασε" καλύτερα το εκλογικό σώμα, διατύπωσε ένα σαφή πολιτικό λόγο και έθεσε υπόψη στους πολίτες μια σαφή πρόταση διακυβέρνησης (κυβέρνηση αυτοδυναμίας). Εν αντιθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ διατύπωσε ένα θολό πολιτικό αφήγημα, ο πολιτικός λόγος του είχε χαρακτηριστικά παλαιότερων εποχών και έθεσε υπόψη στους πολίτες μια γενικόλογη πρόταση συνεργασίας με έτερους πόλους της κεντροαριστεράς - αριστεράς (ΠΑ.ΣΟ.Κ., Κ.Κ.Ε. & ΜΕΡΑ 25) . Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε εν μέσω εκλογών από τα κόμματα που απευθύνονταν με συνέπεια να δημιουργηθεί ένα κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας ως προς την κυβερνητική δυναμική και προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ. Επιπροσθέτως, μια σειρά άστοχων δηλώσεων και τοποθετήσεων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ επανέφεραν στην μνήμη των πολιτών αρνητικά σημεία της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ την περίοδο 2015-2019.
Την επ' αύριο των εκλογών βρίσκει την χώρα να διαθέτει κυβέρνηση με σημαντική αυτοδύναμη κυβερνητική πλειοψηφία 158 εδρών ήτοι ακριβώς όση διέθετε και το 2019 γεγονός που την καθιστά ισχυρή μεν αλλά όχι παντοδύναμη παρά την ύπαρξη κατακερματισμένης και αδύναμης κοινοβουλευτικά αντιπολίτευσης. Με βάση τους διαμορφωθέντες κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς η κυβέρνηση δεν διαθέτει την απαιτούμενη πλειοψηφία των 180 εδρών ώστε να προβεί σε αναθεώρηση άρθρων του Συντάγματος από την παρούσα Βουλή με συνέπεια η αναζήτηση συναίνεση με τα άλλα κόμματα να καθίσταται μονόδρομος.
Ένα έτερο ζήτημα που προκύπτει είναι η κατάσταση που διαμορφώθηκε στον χώρο της αντιπολιτεύσεως. Για πρώτη φορά μετά τις εκλογές του 1977 προκύπτει σύνθεση της Βουλής  τόσο ετερόκλητη και κατακερματισμένη. Βέβαια στις εκλογές του 1977 το τότε νεοπαγές ΠΑ.ΣΟ.Κ. είχε αναδειχθεί αξιωματική αντιπολίτευση συγκεντρώνοντας ποσοστό 25% έχοντας παράλληλα επιτύχει να δημιουργήσει μια πολιτική δυναμική ανερχόμενης πολιτικής δύναμης. Η δυναμική αυτή επιβεβαιώθηκε τέσσερα χρόνια μετά στις εκλογές του Οκτωβρίου 1981 όπου το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αναδείχθηκε νικητής συγκεντρώνοντας ποσοστό 48% και ανήλθε στην εξουσία. Στην υπάρχουσα Βουλή κανένα από τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως δεν φαίνεται να παρουσιάζει πολιτική δυναμική ανάλογη με αυτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. του 1977. Η αντιπολίτευση συνίσταται σε τρία κόμματα που κατά τους πολιτικούς αναλυτές τοποθετούνται πολιτικά δεξιότερα του πολιτικού χώρου που καλύπτει το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και συγκεντρώνουν συνολικά ποσοστό 13% ενώ στον χώρο της κεντροαριστεράς - αριστεράς υπάρχουν τρία κόμματα που συνολικά συγκεντρώνουν ποσοστό περίπου 35% . Είναι ίσως η πρώτη φορά από το 1974 και μετά που έχουμε αντιπολίτευση τόσο αδύναμη κοινοβουλευτικά. Κανένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης συμπεριλαμβανομένου και του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχει την δυνατότητα να ασκήσει μια ισχυρή πράξη κοινοβουλευτικού ελέγχου όπως η πρόταση σύστασης εξεταστικής επιτροπής καθώς η κοινοβουλευτική τους δύναμη είναι κάτω από το όριο των 50 εδρών που απαιτείται. Η όλη διαμορφωθείσα κατάσταση αυτή επηρεάζει εν μέρη την ομαλή λειτουργία του πολιτικού συστήματος καθώς όπως αναφέραμε και προηγουμένως η χώρα χρειάζεται μια ισχυρή και σταθερή κυβέρνηση αλλά χρειάζεται και μια ισχυρή αντιπολίτευση η οποία θα είναι σε θέση να επιτελεί τον θεσμικό της ρόλος που είναι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Ως προς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η περαιτέρω συρρίκνωση του ποσοστού του στις εκλογές του Ιουνίου αποτέλεσε αφετηρία ευρύτερων εξελίξεων στο εσωτερικό του κόμματος. Ο πρόεδρος του κόμματος με επίσημη δήλωσή του αποχώρησε από το αξίωμα του ανοίγοντας τον δρόμο για τις διαδικασίες διαδοχής του. Με βάση τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά τις πρόσφατες εξελίξεις η κίνηση αυτή ήταν αναμενόμενη. Ο πρώην πλέον πρόεδρος του κόμματος με την υπόψη δήλωσή του ανέφερε πως θα είναι παρών και ενεργός στα τεκταινόμενα εντός και εκτός κόμματος. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι παρά την αποχώρησή του ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ θα αποτελεί ως ιδρυτής του κόμματος θα αποτελεί ένα από τα σημεία αναφοράς στο εσωτερικό του. Εν όψη των προγραμματικών δηλώσεων της κυβερνήσεως και για την ομαλή κοινοβουλευτική λειτουργία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως τα αρμόδια όργανά του εξέλεξαν προσωρινά νέο πρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας. Ως προς τι διαδικασίες εκλογής νέας ηγεσίας με βάση τα προς ώρας δεδομένα δεν έχει καθοριστεί το χρονικό πλάνο ολοκλήρωσης της όλης διαδικασίας ενώ, προκύπτουν διαφωνίες ως προ το χρόνο εκλογής του νέου προέδρου. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης μετά τις εκλογές φαίνεται να έχει μπει σε μια κατάσταση εσωστρέφειας και αστάθειας το ζητούμενο πλέον είναι εάν η εκλογή νέας ηγεσία θα λειτουργήσει καταλυτικά προς την αναστροφή του υπάρχοντος κλίματος. Από την αξιολόγηση των δεδομένων που υφίστανται πέραν της εκλογής νέας ηγεσίας του κόμματος εάν δεν υπάρξουν δομικές και διαρθρωτικές αλλαγές στο εσωτερικό του κόμματος και αν δεν υπάρξει ριζική αναδιάρθρωση του πολιτικού του λόγου και της κρατούσας νοοτροπίας τότε ο ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της πλήρους πολιτικής και εκλογικής απαξίωσης.
Ως προς το ΠΑ.ΣΟ.Κ., το κόμμα κατέγραψε μια σαφώς ισχυροποιημένη παρουσία σε σχέση με τις εκλογές του 2019. Για πρώτη φορά από τις εκλογές του 2012 το υπόψη κόμμα έλαβε διψήφιο ποσοστό (11,80%) ενώ η διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ μειώθηκε στα επίπεδα του 6 με 7%. Ωστόσο δεν καταγράφηκε η πολιτική δυναμική που θα έθετε ως κόμμα ως υποψήφιο βασικό εκφραστή της κεντροαριστεράς. Τα ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως κόμμα έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα το οποίο συνίσταται στην διατήρηση σημαντικών ερεισμάτων στην κοινωνία (τοπική αυτοδιοίκηση & συνδικαλισμός). Το πλεονέκτημα αυτό έσωσε το κόμμα από την πλήρη πολιτική απαξίωση του Ιανουαρίου του 2015. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ πλέον βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο ή θα εκφράσει δυναμικό προγραμματικό λόγο και θα ασκήσει την ανάλογη αντιπολίτευση ώστε να αποκτήσει την περαιτέρω δυναμική πολιτικής και εκλογικής ενίσχυσης ή θα παραμείνει στάσιμο και θα οδηγηθεί εκ νέου στην πολιτική και εκλογική συρρίκνωση.
Αξιολογώντας συνολικά την όλη κατάσταση στο χώρο της κεντροαριστεράς, βασικός εκφραστής του όλου χώρου θα είναι ο πολιτικός φορέας που θα ανταποκριθεί καλύτερα στις δημιουργηθείσες πολιτικές συνθήκες και θα παρουσιάσει στους πολίτες ένα πολιτικό αφήγημα και ένα δομικό προγραμματικό λόγω που θα εκπέμπουν αξιοπιστία και δεν θα δημιουργεί κλίμα αβεβαιότητας. Επίσης θα εξαρτηθεί κατά πόσο θα ευρύ εγγύτερα σε ευρύτερες  ομάδες πολιτών ιδιαίτερα αυτές που πολιτικά τοποθετούνται στο κέντρο.
Το Κ.Κ.Ε. ως φορέας έχει μια αδιάλειπτη κοινοβουλευτική παρουσία από το 1974 και διαθέτει ασχέτως αν διαφωνεί ή συμφωνεί κάποιος μαζί του, έχει ξεκάθαρο ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο το οποίο υπηρετεί με συνέπεια. Επιπροσθέτως έχει μια επαρκή εκλογική βάση που του επιτρέπει να μετέχει σε κάθε κοινοβουλευτική περίοδο.
Ως προς τα υπόλοιπα κόμματα αυτά αποτελούν πολιτικούς σχηματισμούς που εξέφρασαν καλύτερα την απογοήτευση των πολιτών ως προς το υπάρχων πολιτικό σύστημα και ενδεχομένως να αποτέλεσαν βήμα πολιτικής έκφρασης κοινωνικών ομάδων και συλλογικοτήτων που μέχρι σήμερα δεν τοποθετούνταν πολιτικά. Σημαντική παράμετρος για την περαιτέρω πορεία των εν λόγω κομμάτων θα είναι μια ενδεχόμενη αλλαγή του εκλογικού νόμου με αύξηση του ορίου εισόδου στην Βουλή από 3% στο 5%. Από τα νεοεισερχόμενα κόμματα στην Βουλή το κόμμα "Σπαρτιάτες" θα πρέπει το προσεχές διάστημα να αποδείξει ότι είναι αυτόφωτο κόμμα και όχι ενδιάμεσος άλλου κόμματος που δεν είχε τις προϋποθέσεις να συμμετάσχει στις περασμένες εκλογές.
Για το κυβερνών κόμμα η δεύτερη κυβερνητική θητεία ξεκινά με ευνοϊκές πολιτικά προϋποθέσεις. Το πολιτικό τοπίο που θα κινηθεί το προσεχές διάστημα επηρεάζεται μεταξύ άλλων από τις εξής παραμέτρους :
α) Η παρούσα κυβέρνηση δεν έχει το επικοινωνιακό κατά κύριο λόγο άλλοθι ότι για τις όποιες αστοχίες ευθύνεται η προηγούμενη κυβέρνηση καθώς και η προηγούμενη κυβέρνηση ήταν κυβέρνηση του ιδίου κόμματος ήτοι του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας. Συνεπώς τα πεπραγμένα τόσο της προηγούμενης κυβερνήσεως όσο και της παρούσας κυβερνήσεως είτε θετικά είτε αρνητικά θα έχουν ως σημείο αναφοράς το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.
β) Με βάση τα προς ώρας δεδομένα αντιπολίτευση εκκινά κατακερματισμένη και μέχρι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις υπάρξεως ισχυρού πόλου στην αντιπολίτευση η κυβέρνηση θα κυβερνά χωρίς σοβαρές αναταράξεις. Το εν λόγω χρονικό διάστημα θα εξαρτηθεί από τον χρόνο ανασυγκροτήσεως της αντιπολιτεύσεως καθώς και από την δυνατότητα να αρθρώσει έναν ουσιαστικό πολιτικό λόγο που θα της επιτρέψει να προσεγγίσει ευρύτερες ομάδες πολιτών οι οποίες πολιτικά πρόσκεινται στον κεντρώο χώρο.
γ) Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως στο προσεχές χρονικό διάστημα θα διαπιστωθεί κατά πόσο η νίκη του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας ήταν αποτέλεσμα συνειδητής πολιτικής των πολιτών ή εάν εμπεριέχει ένα σημαντικό ποσοστό αναγκαστικής επιλογής των πολιτών ελλείψει εναλλακτικής προτάσεως διακυβέρνησης. Το εκλογικό ποσοστό που έλαβε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας στις περασμένες εκλογές δεν αναιρεί τα όποια σφάλματα και παραλείψεις που έλαβαν χώρα την προηγούμενη κυβερνητική θητεία. Το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας έχει επαρκή εκλογική ισχύ και κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, που δύναται να θεωρηθεί  ισχυρή εντολή διακυβερνήσεως αλλά, σε καμία των περιπτώσεων δεν αποτελεί εν λευκώ εντολή διακυβέρνησης της χώρας. Το ερώτημα που γεννάται συνίσταται στα ποια είναι τα όρια πολιτικής νομιμοποίησης που διαθέτει η παρούσα κυβέρνηση στην διαχείριση κρίσιμων ζητημάτων όπως τα εθνικά θέματα.
Η νέα κυβέρνηση έχει μπροστά της στον πρώτο χρόνο της θητείας της δυο εκλογικές αναμετρήσεις. Τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτωβρίου του 2023 και τις ευρωπαϊκές εκλογές του Μάιου του 2024. Θεωρητικά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τις περασμένες εκλογές του Μάϊου και Ιουνίου του 2023 μέχρι της ως προαναφερόμενες εκλογικές αναμετρήσεις (τέσσερεις και έντεκα μήνες αντίστοιχα) είναι σχετικά μικρό και ως εκ τούτου εκτός συγκλονιστικού απροόπτου δεν αναμένεται να υπάρξουν άρδην ανατροπές των ήδη υπαρχόντων συσχετισμών μεταξύ κυβερνήσεως και αντιπολιτεύσεως. Στόχος του κυβερνόντος κόμματος είναι η διατήρηση του ισχυρού προβαδίσματος έναντι της αντιπολιτεύσεως. Ωστόσο οι Ευρωεκλογές του 2024 αποτελούν ένα κρίσιμο πεδίο καταγραφής των πολιτικών δυναμικών των κομμάτων και ιδιαίτερα του ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ και του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής από 01-01-2024 επιστρέφει το σύμφωνο δημοσιονομικής σταθερότητας στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) ενώ, τον Δεκέμβριο του 2024 στην σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. στην αντζέντα των θεμάτων θα περιλαμβάνεται και το σύμφωνο δημοσιονομικής σταθερότητας.
Συνέπεια των ως άνω η κυβέρνηση θέλοντας να εκμεταλλευτεί το υπολειπόμενο χρονικό διάστημα δημοσιονομικής χαλάρωσης έθεσε στην αφετηρία της οικονομικής της πολιτικής μια θετική δέσμη μέτρων (αυξήσεις μισθών, συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις κ.λπ.) ενώ παράλληλα συμπεριέλαβε στις προγραμματικές δηλώσεις της και τον προεκλογικό στόχο της επίτευξης ένταξης της Ελληνικής Οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα θέτοντας χρονικό ορίζοντα υλοποίησης τα τέλη του 2023. Τα ως άνω ενδεχομένως να αποτελέσουν μια από τις βάσεις του πολιτικού αφηγήματος του κυβερνώντος κόμματος για τις ευρωπαϊκές εκλογές του 2024. Επικοινωνιακά το κυβερνών κόμμα  θα προσπαθήσει να προωθήσει στους πολίτες την εικόνα ότι αποτελεί μια πολιτική δύναμη που ως κυβέρνηση τηρεί τις προεκλογικές της δεσμεύσεις και πετυχαίνει του στόχους που έχει θέσει για την οικονομία.
Ως προς το ζήτημα της ακρίβειας είναι εμφανές ότι η πολιτική των επιδομάτων στην μορφή που ξέρουμε σήμερα έχει ορίζοντα ισχύος μέχρι τα τέλη του 2023. Ήδη η επιδότηση των λογαριασμών ρεύματος παύει να ισχύει από 01-10-2023, με νομοθετική ρύθμιση η ισχύς του market pass παρατείνεται επίσης μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου του 2023. Η κυβέρνηση στις προγραμματικές δηλώσεις της ανέφερε ότι το ζήτημα της ακρίβειας οφείλεται στην διεθνή κρίση. Ωστόσο πέραν της διεθνούς κρίσεως σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχουν και άλλοι παράγοντες που εμπλέκονται στην παραγωγή , μεταφορά και πώληση των προϊόντων Στο προσεχές διάστημα θα διαπιστώσουμε εάν μέρος της πολιτικής για την ακρίβεια θα περιλαμβάνει διαρθρωτικές παρεμβάσεις στους προαναφερόμενους παράγοντες . Τα εξαγγελθέν μέτρο διενέργειας ελέγχων στην αγορά είναι θετικό μέτρο αλλά μόνο του δεν επαρκεί εάν δεν αντιμετωπιστούν ζητήματα όπως το υψηλό ενεργειακό κόστος, το κόστος μετακίνησης, η διαρκώς συρρικνούμενη εγχώρια δυνατότητα παραγωγής πρώτων υλών κ.λπ.
Ως προς την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας επικοινωνιακά η όλη προσπάθεια έχει ταυτιστεί με το "ιερό δισκοπότηρο" της Ελληνικής Οικονομίας που θα μας οδηγήσει στην μεγάλη ανάπτυξη. Επί του πρακτέου η επενδυτική βαθμίδα είναι βαθμός κατάταξης της οικονομίας μιας χώρας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης. Αποτελεί μια μορφή διεθνούς πιστοποιητικού υγιούς καταστάσεως της οικονομίας μιας χώρας που της επιτρέπει να έχει μια πιο ευχερή και φθηνή πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων. Ο στόχος της κυβερνήσεως είναι η επίτευξη της εν λόγω κατάταξης αρχικά από κάποιους οίκους αξιολόγησης και ειδικότερα από αυτούς που αντιμετωπίζουν με πιο θετικό πρόσημο την οικονομία της χώρας μας. Η επίτευξη αυτής της κατάταξης της Ελληνικής Οικονομίας ασφαλώς θα αποτελέσει ένα σημαντικό πλεονέκτημα αλλά, το πλεονέκτημα αυτό για να έχει ουσιαστικό αποτύπωμα θα πρέπει να συνοδεύεται και από ένα παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης που θα οδηγήσει την οικονομία της χώρας στην βιώσιμη ανάπτυξη. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι υπό όρους πραγματικής οικονομίας η βιώσιμη ανάπτυξη ταυτίζεται με την ισχυρή ανάπτυξη. Εκείνο που θα πρέπει να γίνει κατανοητό από του επιτελής της κυβερνήσεως είναι το γεγονός πως όταν η ανάπτυξη της χώρας  εδράζεται κατά μεγάλο ποσοστό στις επενδύσεις κεφαλαίου και στον τομέα υπηρεσιών (τουρισμός, real estate κ.λπ) όσο υψηλούς αριθμούς και αν παρουσιάζει δεν δύναται να θεωρηθεί και ισχυρή ανάπτυξη.
Στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβερνήσεως τέθηκε η επίτευξη εξαγωγών στο ύψος του 60% του Α.Ε.Π. Ως στόχος κρίνεται προσεγγίσιμος υπό την προϋπόθεση ότι θα υιοθετηθεί ένα μοντέλο ανάπτυξης το οποίο θα εδράζεται στην εξωστρέφεια και θα έχει σαφή παραγωγικό προσανατολισμό. Η αύξηση των εξαγωγών που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα δείχνει ότι ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός επιχειρήσεων στρέφεται στην εξωστρέφεια ως μέσο ανάπτυξής  και επιβίωσής τους. Το γεγονός αυτό αποτελεί θετικό στοιχείο για την περαιτέρω πορεία της Ελληνικής Οικονομίας. Η πορεία της Ελληνικής Οικονομίας προς την αποκαλούμενη ισχυρή ανάπτυξη περνάει από την ανάπτυξη του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα της. Η χώρα χρειάζεται την χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής ανασυγκρότησης, αναδιάρθρωσης και εκσυγχρονισμού της παραγωγικής βάσης της χώρας στοχεύοντας αφενός μεν στην διασφάλιση της βιωσιμότητάς της και αφετέρου στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων με στόχο την αύξηση εξαγωγών  και την κάλυψη μεγαλύτερων μεριδίων της εσωτερικής αγοράς.
Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και συγκεκριμένα ως προς διεθνή περίγυρο διαπιστώνεται ασχέτως της επανεκλογής του Ερντογκάν η Δύση είναι αποφασισμένη να κρατήσει την Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο αλλά και η ίδια η Τουρκία επιθυμεί να παραμείνει στο δυτικό στρατόπεδο με μια κατάσταση alla cart χωρίς δηλαδή να εγκαταλείψει τις διάφορες κινήσεις αυτονομήσεως στην εξωτερική της πολιτική (σχέσεις με την Ρωσία & το Ιράν). Στο ζήτημα της εντάξεως της  Σουηδίας είχαμε την πάγια τουρκική στρατηγική της εργαλειοποιήσεως του όλου ζητήματος προς απόκτηση ανταλλαγμάτων. Στην παρούσα σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ η Τουρκία συναινεί στην ένταξη της Σουηδίας έχοντας πετύχει την πρόθεση του Προέδρου των Η.Π.Α. κ. John Baiden να προχωρήσει τελικά στην πώληση στην εν λόγω χώρα των αεροσκαφών F-16V (καινούργια αεροσκάφη και συλλογές εκσυγχρονισμού) καθώς και ενός πακέτου όπλων (AIM-120D και όπλα αέρος εδάφους). Ασφαλώς το ζήτημα πώλησης των ως άνω όπλων δεν είναι καινούργιο ζήτημα καθώς είχε γίνει ανάλογη προσπάθεια και στον παρελθόν αλλά  προσέκρουε στην σταθερή άρνηση της Γερουσίας, με βασικό εκφραστή τον Πρόεδρο της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων γερουσιαστή κ. Bob Menendez. Στην παρούσα φάση διαφαίνεται ότι το όλο ζήτημα είναι προς υλοποίηση αλλά δεν θα έχει άμεσο χαρακτήρα καθώς θα απαιτηθεί συνεργασία με την Γερουσία. Ο πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων γερουσιαστής κ. Bob Menendez δήλωσε ότι την Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023 θα ανακοινώσει την στάση του στο ζήτημα πώλησης των F-16V στην Τουρκία τονίζοντας επίσης πως το μέλημα της Γερουσία είναι η διασφάλιση το πως τα όπλα που επιθυμεί να αποκτήσει η Τουρκία δεν θα χρησιμοποιηθούν  σε βάρος συμμαχικών και φιλικών προς της Η.Π.Α. χωρών όπως  Ελλάδα και η Κύπρος. Ο σύμβουλος ασφαλείας των Η.Π.Α. κ. Jacob Jeremiah Sullivan δήλωση ότι η προτεινόμενη μεταφορά των F-16V στην Τουρκία θα γίνει κατόπιν συνεννοήσεως με την Γερουσία Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Προέδρος των Η.Π.Α. κ. John Baiden στα πλαίσια προώθησης της πώλησης των F-16V στην Τουρκία ανέφερε πως το όλο ζήτημα αποτελεί μέρος μια κοινοπραξίας για την ασφάλειας όπου περιλαμβάνει την πώληση των αεροσκαφών F-16V στην Τουρκία και την πώληση αεροσκαφών F-35A στην Ελλάδα. Ως προς την πώληση στην Ελλάδα 20 +20 αεροσκαφών F-35A , αυτή θα προχωρήσει ασχέτως της κατάληξης του ζητήματος πώλησης των F-16V στην Τουρκία καθώς αποτελεί σε επίπεδο ασφάλειας στρατηγική επιλογή των Η.Π.Α.
Στην παρούσα σύνοδο του ΝΑΤΟ η Τουρκία έθεσε ζήτημα ξεπαγώματος των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η βασική επιδίωξη της Τουρκίας δεν είναι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.)  αλλά η επίτευξη της τελωνειακής ένωσης που θα καταστήσει πιο ευχερή την πρόσβαση των τουρκικών προϊόντων στην μεγάλη αγορά της Ε.Ε. 
Σχετικά με την συνάντηση των δυο ηγετών σε Ελλάδα και Τουρκία, θα ήταν χρήσιμο να μην τρέφονται υπερβολικές προσδοκίες παρά τα όσα λεχθούν δημοσίως στην συνάντηση. και αυτό διότι  παρά την μείωση της έντασης δεν παρατηρείται να υπάρχει κάποια αλλαγή στην πολιτική της γειτονικής χώρας. Οι επιδιώξεις μέσω του δόγματος της γαλάζιας πατρίδας παραμένουν αναλλοίωτες με την τουρκική ηγεσία να φροντίζει να τις επιβεβαιώνει σε κάθε ευκαιρία.
Ο πρωθυπουργός την επομένη των εκλογών δήλωσε μεταξύ άλλων πως μαζί με τον τούρκο πρόεδρο θα αναζητήσουν το μονοπάτι προσέγγισης μεταξύ των δυο χωρών. Το ζήτημα είναι που θα οδηγήσει αυτό το μονοπάτι αν υπάρξει και με ποια αντζέντα θεμάτων. Στην παρούσα Σύνοδο του ΝΑΤΟ ο πρωθυπουργός δήλωσε μεταξύ άλλων εν όψη της συνάντησής του με τον Ερντογκάν ότι δεν είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε με την Τουρκία σε ένα διαρκές κλίμα έντασης. Ωστόσο για την δημιουργία του  διαρκούς κλίματος έντασης στις σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών υπαίτια είναι η Τουρκία. Η Τουρκία είναι αυτή που το 1974 εισέβαλε στην Κύπρο και κατέχει μέχρι σήμερα το 38% του εδάφους της, η Τουρκία είναι αυτή που από το 1974 μέχρι και σήμερα προβαίνει σε συνεχείς πράξης αμφισβήτησης του Ελληνικού Εναέριου Χώρου και των χωρικών υδάτων καθώς και  αμφισβητεί την Ελληνική κυριαρχία επί νήσων του Αιγαίου, ζητώντας την αναθεώρηση της Διεθνούς Συνθήκης της Λοζάνης μέσω διμερών διαπραγματεύσεων. Προς επίρρωση των ως άνω είναι το γεγονός ότι, στο παρά ένα της συναντήσεως των ηγετών, η Τουρκία ανακοίνωσε την διενέργεια ασκήσεως στην περιοχή μεταξύ Ρόδου και Καστελόριζο αμφισβητώντας των Ελληνικό Εναέριο Χώρο και στοχεύοντας παράλληλα το Καστελόριζο λόγω του κομβικής σημασίας που έχει στην κήρυξη και οριοθέτηση της ΑΟΖ από την χώρα μας. 
Τα θαλάσσια σύνορα της χώρας διαμορφώθηκαν από την υπογραφή της Διεθνούς Συνθήκης της Λοζάνης το 1923 και από την υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων του 1947 με την οποία ενσωματώθηκε το νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων στον Εθνικό Κορμό. Με την συνθήκη των Παρισίων, η Ελλάδα ως καθολικός διάδοχος της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα πέραν της κυριαρχίας παρέλαβε όλες τις επί  των Δωδεκανήσων συμφωνίες  που είχαν συνάψει η Ιταλία με την Τουρκία το προγενέστερο διάστημα. Έναντι της συναφθείσας συμφωνίας η Τουρκία δεν διατύπωσε κάποια ένσταση και διαφωνία και εμμέσως την αποδέχτηκε. Κατόπιν των ανωτέρω προέκυψε η από 1974 πάγια θέση της Ελλάδος πως η μοναδική γεωπολιτική διαφορά με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Στην παρούσα σύνοδο του ΝΑΤΟ, ο πρωθυπουργός ης χώρας δήλωσε επίσης μεταξύ άλλων ότι η μοναδική γεωπολιτική διαφορά μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Ως προς της θαλάσσιες ζώνες ήτοι την Α.Ο.Ζ. διαπιστώνεται από πλευράς Τουρκίας μια παραδοξότητα. Η ανακήρυξη της Α.Ο.Ζ. και επέκταση των χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια αποτελούν δικαιώματα που απορρέουν από την συμμετοχή  της χώρας μας και επικύρωση από το κοινοβούλιό της Σύμβασης για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας του 1982. Η χώρα μας επικύρωσε την εν λόγω σύμβαση το 1994. Η Τουρκία δεν προσυπέγραψε και δεν αποδέχθηκε την υπόψη σύμβαση μέχρι σήμερα σκοπίμως καθώς η αποδοχή της θα σήμαινε το τέλος των επιδιώξεων της και την αναγνώριση των δικαιωμάτων της χώρας μας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι για την Τουρκία η επέκταση από την Ελλάδα των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια αποτελεί αιτία Casus Belli. Επί της ουσίας η Τουρκία επιθυμεί τα οφέλη της Α.Ο.Ζ από την εφαρμογή της Συμβάσεως για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας χωρίς να την έχει αποδεχθεί. 
Το ζήτημα στην πολιτική με την Τουρκία είναι ότι οι κόκκινες γραμμές που τίθενται πρέπει να είναι ευκρινής και αμετακίνητες και να γνωστοποιούνται κατά τρόπο πειστικό τόσο στην απέναντι πλευρά όσο και  στους συμμάχους της χώρας και θα πρέπει συνοδεύεται από την ύπαρξη μιας αξιόπιστης αποτρεπτικής στρατιωτικής ισχύος. Η χώρα ορθώς την προηγούμενη περίοδο υλοποίησε και υλοποιεί μέχρι σήμερα μια εξοπλιστική προσπάθεια ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων και αυτή η προσπάθεια θα πρέπει να συνεχιστεί ασχέτως των προσπαθειών στο διπλωματικό τομέα.
Ως προς το ζήτημα της Κύπρου από τα δεδομένα που υπάρχουν τόσο η Κυπριακή Δημοκρατία όσο και η Ελλάδα συγκλίνουν στην προώθηση της επίλυση του ζητήματος μέσω της Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας. Η Τουρκία έχει διαμορφώσει μια πολιτική συνίστανται στην επίλυση μέσω δυο χωριστών κρατών μιας λύσης που  στην ουσία νομιμοποιεί και διεθνώς την διχοτόμηση της Κύπρου. Μέχρι τώρα στο Κυπριακό ο Ελληνισμός έχει δύο κεκτημένα την ύπαρξη της κρατικής οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, μια χώρας κυρίαρχης, μέλος της Ε.Ε. και διεθνών οργανισμών καθώς και την ύπαρξη της Εθνικής Φρουράς μιας στρατιωτικής δύναμης με επαρκή ισχύ. Θα ήταν πιο επωφελές για τον Ελληνισμό αν υπάρξει πιθανότητα ποτέ επίλυσης του Κυπριακού αυτή να γίνει εντασσόμενη στο πλαίσιο της Κυπριακής Δημοκρατίας έστω και αν χρειαστούν κάποιες τροποποιήσεις στο Σύνταγμά της.
Η Κυπριακή Δημοκρατία τα τελευταία χρόνια έχει καταβάλει σημαντική προσπάθεια να μεγεθύνει το γεωπολιτικό της αποτύπωμα στην περιοχή με θετικά αποτελέσματα όπως η σύναψη με τη στρατηγικών σχέσεων με το Ισραήλ  και διευρυμένων σχέσεων την Αίγυπτο και την Ιορδανία. Στα θετικά συμπεριλαμβάνονται οι αναβάθμιση των σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις Η.Π.Α.