Είναι δύσκολο να είναι κανείς νέος και να ζει στην Ελλάδα, και ειδικά στην Ελλάδα του 2022. Τα προβλήματα είναι πολλά, χρόνια και συνεχώς αυξανόμενα. Οι δυσκολίες και οι προκλήσεις για τους νέους δεν προκύπτουν ξαφνικά με την ενηλικίωσή τους, αλλά αρχίζουν από πολύ νωρίτερα, και συγκεκριμένα από την παιδική τους κιόλας ηλικία. 
     Το άγχος κάνει την εμφάνισή του στη ζωή ενός Έλληνα μαθητή ήδη από το πρώτο σχολικό έτος. Όλα ξεκινούν από το πόσο ευθυγραμμισμένα θα είναι τα πρώτα γράμματα στο σχολικό τετράδιο της Α’ Δημοτικού και κορυφώνονται στην ανακοίνωση των βάσεων των πανελλαδικών εξετάσεων. Στο μεταξύ, όμως, έχουν παρέλθει 12 σχολικά έτη κατά τη διάρκεια των οποίων ο μαθητής στην Ελλάδα αποτελεί πρότυπο πολυπραγμοσύνης και ανεξάντλητης πηγής πνευματικών και ψυχικών αντοχών. Κάθε νέα σχολική χρονιά και ένα όλο και πιο ασφυκτικό πρόγραμμα. Στις σχολικές ώρες έρχονται να προστεθούν ατελείωτες ώρες φροντιστηριακών μαθημάτων για την ενίσχυση των σχολικών βαθμών, μαθημάτων -οπωσδήποτε δύο- ξένων γλωσσών, μαθημάτων χρήσης Η/Υ (εκ των ων ουκ άνευ στις μέρες μας), αθλητικές δραστηριότητες, μαθήματα μουσικής, χορού και οτιδήποτε άλλο με το οποίο θέλει ένα παιδί (;) να ασχοληθεί. Και κάπου εκεί γεννιέται η τελειομανία, η βαθμοθηρία, ο ανταγωνισμός μεταξύ των παιδιών (και των γονέων) και ένας μόνιμος φόβος - ο φόβος της αποτυχίας - που δεν παύει ποτέ, αφού το άγχος με το πέρασμα του χρόνου γίνεται δεύτερη φύση μας και η αμυδρή αίσθηση ηρεμίας και ικανοποίησης με τον εαυτό μας και όσα έχουμε καταφέρει, φαντάζει αδιανόητη και μη φυσιολογική.
     Η δυσκολότερη διετία, βέβαια, καθ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής ζωής ενός Έλληνα μαθητή δεν μπορεί να είναι άλλη από τα δύο τελευταία χρόνια του Λυκείου. Κομβικό σημείο, όχι μόνο για τον υποψήφιο των πανελλαδικών εξετάσεων, αλλά για όλη την οικογένεια. Είναι τότε - στην ηλικία μόλις των 17 ετών- που καλείται να αποφασίσει με τι θέλει να ασχοληθεί σε όλη του τη ζωή, λαμβάνοντας πολλές φορές μια λανθασμένη απόφαση την οποία τη συνειδητοποιεί δυστυχώς πολύ αργότερα. Το άγχος φτάνει στο κόκκινο για όλους τους υποψηφίους ασφαλώς, αλλά ιδίως για όσους φέρουν από τα πρώτα σχολικά τους χρόνια το «βάρος του καλού μαθητή». Τότε το άγχος στη σκέψη και μόνο πιθανής αποτυχίας και μη ανταπόκρισης των προσδοκιών των άλλων (συνήθως των γονέων αλλά και τρίτων) πολλαπλασιάζεται. Οι ώρες των μαθημάτων εξαντλητικές. Το διάβασμα ατελείωτο και οι επαναλήψεις ποτέ αρκετές. Όμως, ο στόχος είναι ιερός: η εισαγωγή σε κάποιο τμήμα ΑΕΙ ή ΤΕΙ που θα εξασφαλίσει ένα καλό μέλλον (ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε), κάτι που δεν ισχύει απαραίτητα. Και αφού η ανηφόρα των πανελλαδικών φτάσει στο τέλος της και η πολυπόθητη εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι επιτέλους γεγονός, ακολουθούν άλλα τέσσερα με πέντε χρόνια περίπου σπουδών και εντατικής μελέτης. 
     Το άγχος, όμως, οι αγωνίες και η ανάγκη για διάκριση δεν σταματούν σε ένα πτυχίο. Αν και ένας νέος μετά την περιπόθητη αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο βλέπει τη ζωή πιο αισιόδοξα, αφού αυτή του η επιτυχία τού έχει χαρίσει αυτοπεποίθηση και σιγουριά για το μέλλον, τα πράγματα δεν είναι και τόσο ρόδινα. Αρχικά, η εύρεση εργασίας στο αντικείμενο των σπουδών του για την απόκτηση προϋπηρεσίας δεν είναι εύκολη υπόθεση, αφού η προϋπηρεσία αποτελεί προαπαιτούμενο για την εύρεση μιας θέσης εργασίας. Πώς, όμως, θα αποκτηθεί η προϋπηρεσία, αν δεν δοθεί η ευκαιρία από τους εργοδότες στους άρτι αποφοιτήσαντες των σχολών; Και στην περίπτωση που αυτή η ευκαιρία δοθεί, η ανάγκη του νέου για απόκτηση επαγγελματικής εμπειρίας είναι γνωστή στον εργοδότη, γεγονός που του δίνει το «πάτημα» να επιβάλει τους δικούς του όρους, ήτοι εξαντλητικά ωράρια, μερική απασχόληση, ανασφάλιστη εργασία και πενιχρές απολαβές. Άλλωστε, για τη δικαιολόγηση των προαναφερθέντων εξακολουθεί να προβάλλεται ως επιχείρημα η καταπονημένη από την πολυετή κρίση ελληνική οικονομία, την οποία ήρθε τώρα να επιδεινώσει η πανδημία και ο υφιστάμενος πόλεμος στην Ουκρανία με τα επακόλουθά του. Έτσι, δεν είναι λίγες φορές που πολλοί πτυχιούχοι αναγκάζονται να ασχοληθούν με κάτι εντελώς διαφορετικό από το αντικείμενο του ενδιαφέροντός τους, προκειμένου να βιοποριστούν.
     Το κυνήγι, ωστόσο, της επιβίωσης πια – και όχι της επιτυχίας - συνεχίζεται. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει έναν νέο να ξεχωρίσει στον επαγγελματικό στίβο και να του προσφέρει μια θέση εργασίας (πάνω στο γνωστικό του αντικείμενο κατά προτίμηση) που θα του εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή διαβίωση; Τι άλλο θα μπορούσε να ενισχύσει επιπλέον το βιογραφικό του; Μία ακόμη ξένη γλώσσα; Μήπως δύο; Ένα μεταπτυχιακό; Γιατί όχι και ένα δεύτερο; Επιμορφωτικά σεμινάρια, κύκλοι σπουδών, πολλές φορές και ένα δεύτερο πτυχίο ή ακόμη και ένα διδακτορικό είναι οι επιλογές στις οποίες καταφεύγουν οι νέοι, προσπαθώντας να ξεχωρίσουν και να εξασφαλίσουν τον βιοπορισμό τους στη σύγχρονη Ελλάδα. 
     Αν όλα τα παραπάνω είχαν αντίκρισμα στην αγορά εργασίας, τότε το παρόν άρθρο δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα να γραφεί, αλλά δυστυχώς η ελληνική πραγματικότητα συνεχώς μας απογοητεύει. Τα πολλά αντικειμενικά προσόντα ενός νέου σήμερα τον καθιστούν “overqualified”, γυρίζοντάς τον πάλι στο μηδέν, διότι απλώς είτε τα προσόντα αυτά δεν μπορούν να αμειφθούν όπως πρέπει είτε δεν αρκούν, αφού δεν συνοδεύονται από τις απαραίτητες «συστάσεις». Η αναξιοκρατία και ο νεποτισμός δεν είναι κάτι καινούργιο ή ανήκουστο στη χώρα μας, αλλά μάλλον δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτό από τις εκάστοτε κυβερνήσεις το πόσο επικίνδυνο έως αυτοκτονικό για την πρόοδο και το μέλλον αυτού του τόπου είναι το να μην βρίσκεται ο κατάλληλος άνθρωπος στο κατάλληλο πόστο.  
     Για αυτόν τον λόγο, το brain drain δεν θα πάψει ποτέ. Η δύσκολη απόφαση για αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης στο εξωτερικό φαντάζει πολλές φορές η μόνη λύση για έναν νέο, όταν αντιλαμβάνεται ότι ουσιαστικά το ελληνικό κράτος τον περιγελά και τον περιπαίζει, και όταν συνειδητοποιεί ότι όσα έχει επιτύχει μετά κόπων και βασάνων δεν θα είναι ποτέ αρκετά για αυτή τη χώρα. Έχουν σκεφτεί ποτέ οι ελληνικές ηγεσίες ότι το βασικό αίτιο του δημογραφικού προβλήματος, που τόσο πολύ τις απασχολεί - και δικαίως, καθώς αποτελεί πραγματική απειλή για το ελληνικό έθνος- είναι η αδυναμία επιβίωσης των νέων; Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη αλλά απλή λογική: όταν αδυνατεί κανείς να συντηρήσει τον ίδιο του τον εαυτό, πώς είναι δυνατόν να συντηρήσει μια ολόκληρη οικογένεια; Και το πρόβλημα, δυστυχώς, δεν λύνεται ούτε με χορήγηση επιδομάτων ούτε με χαμηλότερη φορολόγηση. Ως εκ τούτου, για όσους νέους επιθυμούν μια οικογενειακή ζωή, η μετανάστευση στο εξωτερικό φαίνεται όλο και πιο ελκυστική, μια επιλογή που όσο πιο δημοφιλής γίνεται στους νέους τόσο πιο βέβαιη διαφαίνεται μακροπρόθεσμα -αλλά και μεσοπρόθεσμα- η γήρανση του ελληνικού πληθυσμού.
     Συνοψίζοντας, το αναχρονιστικό εκπαιδευτικό σύστημα, η υπάρχουσα νοοτροπία περί «υπερεκτίμησης» των πανελλαδικών εξετάσεων, η απουσία στοχοπροσήλωσης σε μια προσπάθεια συνεχούς επιμόρφωσης και διάκρισης, η εργασιακή εκμετάλλευση, η ευνοιοκρατία και οι επικρατούσες οικονομικές συνθήκες είναι μερικές μόνο από τις χίλιες και μία προκλήσεις που καλείται η σύγχρονη νέα γενιά να αντιμετωπίσει. Αν οι νέοι -όπως λέγεται- είναι η ελπίδα και το μέλλον αυτού του τόπου, πότε επιτέλους σκοπεύουμε να επενδύσουμε σε αυτό; 

Φωτογραφία: foroline.gr